Το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας μπορεί να αυξήσει το επίπεδο του πραγματικού Α.Ε.Π. της Ελλάδας κατά την περίοδο 2021-2026, σωρευτικά, κατά ποσό ίσο με περίπου το 1/3 του ΑΕΠ του 2020 ή κατά 50 δισ. ευρώ περίπου, οδηγεί επίσης σε άνοδο του επιπέδου του ΑΕΠ κατά 7%-7,7%, όπως αναφέρεται σε ειδικό κεφάλαιο της Αναλυτικής Περιγραφής των Δράσεων του Ελλάδα 2.0 με βάση προβλέψεις της ΤτΕ αλλά και του ΣΟΕ.
Δημιουργείται έτσι ο αναγκαίος δημοσιονομικός χώρος για «τη μείωση των φόρων ή/και την αύξηση των δημόσιων δαπανών», επισημαίνεται.
Το κείμενο κατατέθηκε στη Βουλή από τον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών, Θόδωρο Σκυλακάκη για εξέταση από τις αρμόδιες Επιτροπές (η συζήτηση έχει προγραμματιστεί για την προσεχή Τρίτη).
Περιλαμβάνει αναλυτική περιγραφή δράσεων των 30,5 δισ. ευρώ αλλά και μία ενδεικτική κατανομή του ανά έτος. Υπολογίζεται πως φέτος θα έρθουν 3,97 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 2,35 δισ. είναι επιδοτήσεις και τα 12,61 δισ. θα είναι δάνεια (η προκαταβολή του 13%). Από το 2022 έως και το 2026 ανά έτος υπολογίζεται πως θα φτάνουν 5,31 δισ. ευρώ εκ των οποίων Επιχορηγήσεις 3,15 δισ. ευρώ (18,08 δισ. ευρώ συνολικά) και δάνεια 2,16 δισ. ευρώ ετησίως (12,42 δισ. ευρώ συνολικά).
Αναλυτικά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Σ.Ο.Ε. η πλήρης εφαρμογή του Σχεδίου, δηλαδή η χρήση του συνόλου της χρηματοδότησης σε επιχορηγήσεις και δάνεια και η πλήρης εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, μπορεί δυνητικά να αυξήσει το επίπεδο του πραγματικού Α.Ε.Π. κατά 7,7%, έως το 2026, σε σχέση με το σενάριο βάσης. Αυτό συνεπάγεται μια θετική συμβολή στο ρυθμό ανάπτυξης του Α.Ε.Π. κατά περίπου 1,24% ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο κάθε χρόνο, τη περίοδο 2021-2026, με τις ιδιωτικές επενδύσεις να αυξάνονται κατά περίπου 20%
Το «Ελλάδα 2.0» αποτελείται από τέσσερις πυλώνες: (1) Πράσινο, (2) Ψηφιακό, (3) Απασχόληση, δεξιότητες και κοινωνική συνοχή (υγεία, παιδεία, κοινωνική προστασία), (4) Ιδιωτικές επενδύσεις και οικονομικός και θεσμικός μετασχηματισμός. Για την υλοποίησή του η Ελλάδα ζητά το σύνολο των πόρων που μπορεί να λάβει στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Δηλαδή 17,8 δισ. ευρώ επιδοτήσεις και 12,7 δις ευρώ δάνεια.
Η μελέτη του Σ.Ο.Ε. συνυπολογίζει όλες τις μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο Σχέδιο. Εκτιμά επιπλέον της ΤτΕ ότι το ποσοστό των εργαζομένων χαμηλών δεξιοτήτων μειώνεται κατά 3,94% προς τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο, καθώς αυτοί οι εργαζόμενοι αποκτούν μεσαίες δεξιότητες. Αλλά και την αύξηση του ποσοστού εργαζομένων υψηλών δεξιοτήτων κατά 2,08%.
Στη μελέτη της ΤτΕ που περιλαμβάνει το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αναφέρει πως μπορείνα αυξήσει το επίπεδο του πραγματικού ΑΕΠ της Ελλάδας κατά την περίοδο 2021-2026, σωρευτικά, κατά ποσό ίσο με περίπου το 1/3 του ΑΕΠ του 2020, και κατά περίπου 7 ποσοστιαίες μονάδες το 2026 σε σχέση με το σενάριο βάσης.
Η αύξηση του πραγματικού Α.Ε.Π. διατηρείται και μακροπρόθεσμα λόγω της θετικής μόνιμης επίδρασης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η μόνιμη αύξηση του πραγματικού Α.Ε.Π. σε βάθος 20ετίας υπολογίζεται στις 6,5 μονάδες στο ΑΕΠ κάθε έτος, σε σχέση με το σενάριο βάσης.
Ανά πεδίο, κατά την περίοδο 2021-2026, το σχέδιο εκτιμάται πως αυξάνει τις ιδιωτικές επενδύσεις και την απασχόληση περισσότερο από 20% και περίπου 4% αντίστοιχα, με τα κέρδη απασχόλησης να αντιστοιχούν σε 180.000-200.000 νέες θέσεις εργασίας. Οι θέσεις αυτές εκτιμάται πως διατηρούνται μακροπρόθεσμα, δηλαδή είναι μόνιμες, όπως επίσης μόνιμη αύξηση καταγράφεται και στο επίπεδο της ιδιωτικής επένδυσης.
Η εφαρμογή του σχεδίου αυξάνει το λόγο των φορολογικών εσόδων προς το Α.Ε.Π. κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες, «δημιουργώντας έτσι δημοσιονομικό χώρο που επιτρέπει τη μείωση των φόρων ή/και την αύξηση των δημόσιων δαπανών, κάτι που μπορεί να δώσει περαιτέρω ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα».
Η ανάλυση των συνολικών επιδράσεων του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στην οικονομία έχει πραγματοποιηθεί από τη Τράπεζα της Ελλάδος. Συμπληρωματικά, αντίστοιχη ανάλυση έχει γίνει από το Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (ΣΟΕ) με τη χρήση του μακροοικονομικού υποδείγματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, QUEST, για την Ελληνική Οικονομία.
Οι δύο αναλύσεις συμφωνούν τόσο ως προς την φύση των μεσοπρόθεσμων επιδράσεων του Σχεδίου στις μακροοικονομικές μεταβλητές, όσο και ως προς τη σημασία των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο Σχέδιο για τη μακροχρόνια ανάπτυξη της οικονομίας.
Οι συνολικές επιδράσεις του Σχεδίου στην οικονομία μπορούν να διαχωριστούν στην επίδραση των επιχορηγήσεων και των δανείων, και στην επίδραση των μεταρρυθμίσεων. Η οικονομική επέκταση χρηματοδοτούμενη από επιχορηγήσεις και δάνεια αυξάνει το επίπεδο του πραγματικού Α.Ε.Π. κατά περίπου 4,3% το 2026 και συμβάλλει σε επιπλέον ρυθμό μεγέθυνσης του πραγματικού Α.Ε.Π. κατά περίπου 0,7 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο κάθε έτος την περίοδο 2021-2026.
Η επέκταση χρηματοδοτούμενη από δάνεια, που διοχετεύονται προς τις ιδιωτικές επενδύσεις, οδηγεί σε αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων κατά περίπου 20% έως το 2026. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις συνεισφέρουν επιπλέον στο ρυθμό μεγέθυνσης του πραγματικού Α.Ε.Π. 0,45 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο κάθε χρόνο την περίοδο 2021
Αναφέρεται όμως πως «σε αντίθεση με την τελικά παροδική οικονομική επέκταση που χρηματοδοτείται από επιχορηγήσεις και δάνεια, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις οδηγούν σε μόνιμη αύξηση της παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αυξάνουν μακροπρόθεσμα τα επίπεδα του πραγματικού προϊόντος, της ιδιωτικής επένδυσης και της απασχόλησης κατά 6%, 8,5% και 4%, αντιστοίχως. Επιπροσθέτως, οι μεταρρυθμίσεις οδηγούν σε μόνιμη αύξηση της φορολογικής βάσης, που συνεπάγεται αύξηση των φορολογικών εσόδων ως ποσοστό του Α.Ε.Π. κατά περίπου 2,5 ποσοστιαίες μονάδες μακροπρόθεσμα».
Η κυβέρνηση επισημαίνει πως οι εκτιμήσεις της ΤτΕ για το μέγεθος της επίδρασης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να θεωρηθούν ως ένα κατώτατο όριο για την πραγματική επίδραση του Σχεδίου στην ελληνική οικονομία. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ποσοτικοποίηση αφορά τρεις από τις κατηγορίες μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο Σχέδιο: Μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα στις αγορές προϊόντων, μεταρρυθμίσεις που υποστηρίζουν υψηλότερο ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, και μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν τη παραγωγικότητα. Επιπλέον αυτών, υπάρχουν μεταρρυθμίσεις-ορόσημα που περιλαμβάνονται στο Σχέδιο και αφορούν τη διακυβέρνηση και τη δικαιοσύνη οι οποίες δεν έχουν ποσοτικοποιηθεί. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές ωστόσο έχουν δυνητικά πολύ μεγάλη επίδραση στην αύξηση της παραγωγικότητας και στη διανεμητική αποτελεσματικότητα (allocative efficiency). Κατά συνέπεια, οι μεταρρυθμίσεις αυτές οδηγούν σε σημαντική επιπρόσθετη αύξηση στα μακροοικονομικά οφέλη και στο κατά κεφαλήν Α.Ε.Π., οι οποίες δεν έχουν συμπεριληφθεί στις παραπάνω εκτιμήσεις.