Στεναγμοί ανακούφισης- ομολογουμένως συγκρατημένοι- ακούγονταν τις προηγούμενες ημέρες στο οικονομικό επιτελείο, καθώς οι δείκτες εμφάνιζαν αντίσταση της καθ’ ημάς ύφεσης στο μέσο όρο της υπόλοιπης Ευρωζώνης. Οι πιο υποψιασμένοι σιγομουρμούριζαν, πάντως, με νόημα: “δεν ξέρουμε ακόμα τι μας περιμένει”.
Την Παρασκευή η Eurostat δημοσιοποίησε τις αρχικές εκτιμήσεις (flash estimates) για το ΑΕΠ του δευτέρου τριμήνου, που “βυθίστηκε” 15% κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη. Η σκληρή καραντίνα του Απριλίου και η δειλή άρση των περιορισμών του Μαίου, δεν άφησαν ανεπηρέαστη ούτε τη Γερμανία (-11,7%), ενώ ακόμα πιο βαρύ ήταν το πλήγμα για την Ισπανία (-22,1%), την Ιταλία (-17,3%), τη Γαλλία (-19%), των οποίων η τουριστική περίοδος ξεκινά πιο νωρίς. Η Ελλάδα, όπως επίσης η Μάλτα, η Ιρλανδία, η Εσθονία, το Λουξεμβούργο, η Σλοβενία, δεν δημοσιοποιούν τέτοιες αρχικές εκτιμήσεις για το ΑΕΠ, ωστόσο μια προσεκτική ανάγνωση των επιμέρους δεικτών, δίνει μια πρώτη εικόνα των επιπτώσεων και στην ελληνική οικονομία για το διάστημα Απριλίου- Ιουνίου.
Μια ασφαλής εκτίμηση είναι ότι η Ελλάδα δεν πήγε χειρότερα από το μέσο όρο της Ευρωζώνης. Τα φορολογικά έσοδα- κυρίως αυτά του ΦΠΑ- για το Μάιο, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, έδειξαν, άλλωστε, ότι ο Απρίλιος ήταν ο χειρότερος μήνας με διαφορά, ενώ από εκεί και πέρα η αγορά έδωσε σφυγμό. Φυσικά ουδείς τολμά να μιλήσει ή να υπονοήσει οικονομική δραστηριότητα κοντά στα συνήθη επίπεδα και είναι ενδεικτικό ότι τον Ιούνιο παρά το άνοιγμα της οικονομίας, υπήρξαν κλάδοι που παρέμειναν στα “ρηχά”, με πιο χαρακτηριστικό, ίσως, παράδειγμα αυτό των logistics όπου η πτώση του τζίρου ξεπέρασε το 35%, δηλαδή περίπου όσο και το Μάιο.
«Κλειδί» για την ύφεση το γ’ τρίμηνο
Φυσικά η προσοχή όλων στο οικονομικό επιτελείο στρέφεται στο μεγάλο “πακέτο” του Τουρισμού, όπου συμπεριλαμβάνονται καταλύματα, εστίαση και όλες οι συναφείς δραστηριότητες (προμηθευτές, εφοδιαστική αλυσίδα). Από νωρίς, άλλωστε, άπαντες είχαν επισημάνει ότι το γ’ 3μηνο είναι αυτό που θα κρίνει το βάθος της ύφεσης στην Ελλάδα, καθώς πρόκειται για το χρονικό διάστημα, το οποίο χαρακτηρίζεται ως το επίκεντρο της παραγωγής, δηλαδή του ΑΕΠ. Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι οι τελευταίες παρεμβάσεις του οικονομικού επιτελείου (μείωση ή απαλλαγή από την προκαταβολή φόρου εισοδήματος, πλήρης κάλυψη εργοδοτικών εισφορών, επέκταση αναστολής συμβάσεων εργασίας, βελτίωση του “ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ”, επιστρεπτέα προκαταβολή) εστίασαν στις εποχικές επιχειρήσεις, δηλαδή κυρίως στον Τουρισμό, έτσι ώστε να στηθεί ανάχωμα σε “λουκέτα” και απολύσεις.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στις τελευταίες επαφές, που είχε η ελληνική πλευρά με τους Θεσμούς, οι τεχνοκράτες της Κομισιόν επέμειναν ότι στην καλύτερη περίπτωση η Ελλάδα θα έχει φέτος ύφεση 9%, ενώ οι τεχνοκράτες της ΕΚΤ εμφανίστηκαν ακόμα πιο απαισιόδοξοι, προβλέποντας “βουτιά” 9,7%. Επισήμως, το οικονομικό επιτελείο διατηρεί την πρόβλεψη του ότι η ύφεση φέτος θα κινηθεί στα όρια του 8% (7,8% για την ακρίβεια). Στην κυβέρνηση έχουν, πάντως, πλήρη επίγνωση του κινδύνου να επιδεινωθούν αυτές οι προβλέψεις, αν το δεύτερο κύμα της πανδημίας ξεφύγει από τον έλεγχο.
Οι εκτιμήσεις για την ανεργία
Το ζητούμενο ήταν και παραμένει να μην υπάρξει “έκρηξη” της ανεργίας, αν και διεθνείς Οργανισμοί, όπως ο ΟΟΣΑ, επισημαίνουν ότι πέρα από αυτόν τον κίνδυνο διεθνώς, ελλοχεύει και ο κίνδυνος να επιδεινωθούν οι δείκτες κοινωνικής συνοχής, λόγω της ζημιάς στα εισοδήματα που προκαλούν οι μειωμένες ώρες απασχόλησης, τα εκ περιτροπής σχήματα εργασίας κ.λ.π. Ο ΟΟΣΑ υπολογίζει, μάλιστα, ότι η επίπτωση της πανδημίας στην απασχόληση, είναι 10 φορές μεγαλύτερη από αυτήν που προκάλεσε η χρηματοπιστωτική κρίση!
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, στο σενάριο ενός δεύτερου κύματος πανδημίας, η ανεργία θα αγγίξει το 13% και δεν αναμένεται να υποχωρήσει νωρίτερα από το τέλος του 2021. Το μεγαλύτερο πλήγμα θα δεχθούν:
-
οι νέοι, που ήδη προσπαθούν να επιβιώσουν σε δυσμενείς εργασιακές συνθήκες
-
οι γυναίκες και οι χαμηλόμισθοι που πιθανότατα θα αντιμετωπίσουν υψηλότερη ανεργία
-
οι μερικώς και περιστασιακά απασχολούμενοι, όπως επίσης οι αυταπασχολούμενοι, οι οποίοι αποτελούν το 40-50% του εργατικού δυναμικού των κλάδων που υποφέρουν περισσότερο.
Πηγή: economistas.gr