Τη μερίδα του λέοντος, δηλαδή το 85% των δανείων που θα χορηγηθούν μέσω της β΄ φάσης του Ταμείου Εγγυοδοσίας, θα λάβουν οι μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις κατά τον νέο γύρο, που εκτιμάται ότι θα ξεκινήσει στις αρχές Οκτωβρίου.
Προϋπόθεση είναι να μην έχουν μέχρι σήμερα λάβει δάνειο από τις τράπεζες μέσω των δύο προγραμμάτων που έχουν ενεργοποιηθεί έως τώρα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κρίσης, δηλαδή του ΤΕΠΙΧ ΙΙ και του Ταμείου Εγγυοδοσίας. Στην απόφαση αυτή κατέληξαν χθες ο υφυπουργός Ανάπτυξης Γιάννης Τσακίρης και η διευθύνουσα σύμβουλος της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας Αθηνά Χατζηπέτρου, μετά τη σύσκεψη με τους επικεφαλής των εμπορικών τραπεζών.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αναμένεται άλλωστε να έχουν τον πρώτο λόγο στο ΤΕΠΙΧ ΙΙ, που ξεκινάει σύμφωνα με πληροφορίες την Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου, με προϋπολογισμό 800 εκατ. ευρώ, παρέχοντας κεφάλαια κίνησης έως 500.000 ευρώ με επιδότηση επιτοκίου για δύο χρόνια από το Δημόσιο. Πρόκειται για τη συνέχεια του προγράμματος, μετά και την υψηλή ζήτηση που υπήρξε στην πρώτη φάση ενεργοποίησης του ταμείου, κατά την οποία αίτηση για δανειοδότηση είχαν υποβάλει πάνω από 100.000 επιχειρήσεις. Ενδεικτικό της υψηλής ζήτησης που εμφανίζει το συγκεκριμένο προϊόν είναι το γεγονός ότι τη β΄ φάση του ΤΕΠΙΧ ΙΙ θα χρηματοδοτήσουν κυρίως οι τράπεζες, οι οποίες θα συνεισφέρουν το 95% του προϋπολογισμού των 800 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, την ίδια ημέρα, δηλαδή στις 18 Σεπτεμβρίου, θα δημοσιευθεί η πρόσκληση προς τις τράπεζες για τη συμμετοχή τους στη β΄ φάση του Ταμείου Εγγυοδοσίας. Μέσω αυτής θα κληθούν οι εμπορικές τράπεζες να μοχλεύσουν το 1 δισ. ευρώ που δίνεται ως κρατική εγγύηση και το οποίο, μετά και τη συμμετοχή των τραπεζών με ίδια κεφάλαια, θα δώσει στην οικονομία δάνεια 3,1 δισ. ευρώ.
Κατά την α΄ φάση του Ταμείου Εγγυοδοσίας οι μεγάλες επιχειρήσεις εξασφάλισαν περί τα 2 δισ. ευρώ από το αντίστοιχο ποσό των 3,5 δισ. ευρώ που ήταν ο προϋπολογισμός του προγράμματος, ενώ στο 1,5 δισ. ευρώ είχε διαμορφωθεί η συμμετοχή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Πλέον η «ισορροπία» αυτή αντιστρέφεται, καθώς από το «φρέσκο» χρήμα των 3,1 δισ. ευρώ, περίπου τα 2,6 δισ. ευρώ αναμένεται να μοιραστούν οι μικρομεσαίες, αλλά και οι μικρές επιχειρήσεις, ενώ περίπου στα 550 εκατ. ευρώ εκτιμάται ότι θα περιοριστεί η συμμετοχή των μεγάλων επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, η νέα κατανομή θα είναι η εξής:
• 650 εκατ. ευρώ για μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ποσό που μαζί με την τραπεζική μόχλευση θα δώσει δάνεια 2,1 δισ. ευρώ.
• 130 εκατ. ευρώ για μεσαίες επιχειρήσεις, ποσό που με την τραπεζική μόχλευση θα δώσει δάνεια 550 εκατ. ευρώ.
• 220 εκατ. ευρώ για πολύ μικρές επιχειρήσεις, που μαζί με την τραπεζική μόχλευση θα δώσει δάνεια 500 εκατ. ευρώ.
Μέχρι σήμερα κατά την πρώτη φάση του Ταμείου Εγγυοδοσίας έχουν κάνει αίτηση για δανειοδότηση πάνω από 5.700 επιχειρήσεις, από τις οποίες οι 400 είναι μεγάλες, ενώ 5.300 είναι μικρότερες επιχειρήσεις. Από την κατανομή των δανείων προκύπτει ότι ο μέσος όρος του δανείων για τις μεγάλες επιχειρήσεις προσεγγίζει περίπου τα 5 εκατ. ευρώ, ενώ στις 300.000 ευρώ διαμορφώνεται ο μέσος όρος του δανείου για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν καλύψει κατά κύριο λόγο τις ανάγκες για ρευστότητα μέσω του πρώτου γύρου δανειοδότησης, σε αντίθεση με τις μικρομεσαίες που είναι πολλαπλάσιες σε αριθμό αλλά και σε χρηματοδοτικές ανάγκες. Επιπλέον, από τη μέχρι σήμερα εμπειρία προκύπτει ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν περισσότερη δυσκολία στην απορρόφηση των κονδυλίων, εξαιτίας του γεγονότος ότι πολλά από τα δάνεια αυτά είναι π.χ. ομολογιακά και έχουν περισσότερες διαδικασίες ελέγχου. Με δεδομένο ότι τα χρήματα που διατίθενται μέσω του Ταμείου Εγγυοδοσίας θα πρέπει να έχουν εκταμιευθεί αυστηρά μέχρι το τέλος του 2020, η ανακατανομή των ποσών υπέρ των μικρομεσαίων επιχειρήσεων προβάλλει ως αναγκαιότητα, προκειμένου τα χρήματα αυτά να απορροφηθούν εγκαίρως.