Υφεση του ΑΕΠ στην Ελλάδα κατά 8% φέτος περιμένει το ΙΟΒΕ λόγω των πρωτοφανών επιδράσεων της πανδημίας του νέου κορωνοϊού, ενώ εκφράζει επιφυλάξεις και για το 2021, προειδοποιώντας για τον κίνδυνο συνέχισης της ύφεσης στο δυσμενές του σενάριο. Ειδικότερα, για το 2021 το ΙΟΒΕ προβλέπει ανάπτυξη μεταξύ 4% και 4,5% στο βασικό του σενάριο, ενώ στο εναλλακτικό εκτιμά ότι η οικονομία θα μπορούσε να συρρικνωθεί από -2,5% έως 4%.
Το ΙΟΒΕ επισημαίνει την πολύ ισχυρή ύφεση το β’ τρίμηνο στην ελληνική οικονομία (15,2%), σε συνέχεια της πτώσης του ΑΕΠ κατά 0,5% στο προηγούμενο τρίμηνο και αντί της αύξησής του κατά 2,8% στο δεύτερο τρίμηνο του 2019. Η πτώση του εγχώριου προϊόντος προήλθε πρωτίστως από υποχώρηση των εξαγωγών (-32,1%) -κυρίως σε υπηρεσίες (-49,4%)- και της κατανάλωσης των νοικοκυριών (-11,2%). Την ύφεση προκάλεσε και η μείωση των επενδύσεων (-9,0%). Η δημόσια κατανάλωση περιορίστηκε κατά 1,0%, παρά τα έκτακτα μέτρα στήριξης, λόγω του υψηλού επιπέδου της στο ίδιο τρίμηνο πέρυσι. Ανασχετικά στην πτώση του ΑΕΠ επενέργησε η εκτεταμένη πτώση των εισαγωγών (-17,2%).
Συνολικά, για το 2020, κάνει λόγο για ισχυρή ύφεση, λόγω των πρωτοφανών επιδράσεων της πανδημίας του νέου κορωνοϊού. Όπως επισημαίνει, οι έντονες επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης στη διεθνή τουριστική κίνηση το καλοκαίρι, καθώς και του lockdown την άνοιξη στην επιχειρηματικότητα, ιδίως αυτή της παροχής τελικών υπηρεσιών, την απασχόληση και τις επενδύσεις, είναι οι πλέον καθοριστικοί παράγοντες της οικονομικής δραστηριότητας το τρέχον έτος. Ανασχετικά στην πτώση του ΑΕΠ επενεργούν οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις στήριξης επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων, με ισχυρό όμως αντίκτυπο στο δημοσιονομικό ισοζύγιο. Σε αυτό το πλαίσιο, υπό το βασικό σενάριο εξελίξεων, στο οποίο τα επιδημιολογικά δεδομένα εγχωρίως θα κυμαίνονται γύρω από τα τρέχοντα επίπεδα στο υπόλοιπο του 2020 και το 2021, η ιδιωτική κατανάλωση θα εξασθενήσει φέτος κατά περίπου 6,5%. Αντιθέτως η δημόσια κατανάλωση θα αυξηθεί ήπια, κατά 2-3%. Ιδιαίτερα ισχυρή εξασθένιση εξαγωγών, -23 έως -25%, από πτώση κυρίως των εξαγωγών υπηρεσιών (-42 έως -45%), η οποία θα αντισταθμιστεί εν μέρει από τις λιγότερες εισαγωγές (-15 έως -17%). Συρρίκνωση επενδύσεων 6-7%. Υπό αυτές τις τάσεις το ΑΕΠ θα υποχωρήσει το 2020 με μέσο ρυθμό στην περιοχή του 8,0%.
Το 2021 διαβλέπει τις δυνατότητες σημαντικής ανάκαμψης, εάν δεν συμβεί μια έντονη κλιμάκωση της υγειονομικής κρίσης στη διάρκειά του (βασικό σενάριο προβλέψεων).
Όπως σημειώνει θα προέλθει κυρίως από τη λειτουργία της μεγάλης πλειονότητας των κλάδων χωρίς προσκόμματα, τη σημαντική κλιμάκωση των επενδύσεων, χάρη και στους πρόσθετους πόρους από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης και την ΕΚΤ, καθώς και από την αναθέρμανση του διεθνούς εμπορίου, που θα ευνοήσει κυρίως τις εξαγωγές υπηρεσιών. Σε αυτό το πλαίσιο, προβλέπεται ισχυρή αύξηση εξαγωγών (+16 έως +20%) και επενδύσεων (+15 έως +20%). Η ιδιωτική κατανάλωση θα ανακάμψει σημαντικά, κατά 3,5% έως 4,5%, ενώ η δημόσια κατανάλωση θα περιοριστεί, ύστερα από τις υψηλές έκτακτες δαπάνες το 2020 για την αντιμετώπιση του νέου κορωνοϊού (-5,5 έως -7,0%). Η έντονη ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης και των εξαγωγών θα συνοδευτεί από διεύρυνση και των εισαγωγών (+15%). Όμως, εάν συνεχιστεί και επιδεινωθεί έντονα η υγειονομική κρίση στη διάρκεια του χειμώνα (εναλλακτικό σενάριο προβλέψεων), πολλές από τις παραπάνω προοπτικές θα ανατραπούν. Ακολούθως, η πτώση του ΑΕΠ θα συνεχιστεί στο επόμενο έτος, με ρυθμό 2,5% έως 4,0%, ηπιότερο του αναμενόμενου για φέτος.
Όπως ανέφερε κατά την παρουσίαση της Έκθεσης, ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ καθηγητής Νίκος Βέττας:
-Σε παγκόσμιο επίπεδο, η κρίση δεν θα περιοριστεί μέσα στο τρέχον έτος αλλά θα επεκταθεί και σε σημαντικό τμήμα του επόμενου.
-Συνυπάρχουν μικτές τάσεις όπως ανάμεσα στην Κίνα που ανακάμπτει ικανοποιητικά, και στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, όπου ακόμη κυριαρχούν ύφεση και ισχυρή αβεβαιότητα.
-Τμήματα της οικονομίας κινούνται ανοδικά, και ιδίως αυτά που σχετίζονται με νέες τεχνολογίες, ενώ άλλα, ιδίως αυτά που βασίζονται σε άμεσες ανθρώπινες επαφές, πλήττονται βαθιά.
-Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας συνυπάρχουν τρεις ισχυρές τάσεις, πρώτον όσες προκαλούνται από την τρέχουσα κρίση δεύτερον η δυναμική που έχει δημιουργηθεί μετά την προηγούμενη δεκαετή προσαρμογή και τα αντίστοιχα τρία προγράμματα και τρίτον, η προσδοκία της στήριξης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως μέσα από το ειδικό ταμείο που δημιουργείται.
-Στον τουρισμό το πλήγμα είναι ιδιαίτερα βαρύ. Η ζήτηση και η αντίστοιχη κερδοφορία μειώνονται έντονα και για επιχειρήσεις σε μια σειρά άλλων κλάδων που πλήττονται άμεσα από το υγειονομικό πρόβλημα.
-Οι εξαγωγές αγαθών, όμως, δείχνουν αξιοσημείωτη αντοχή.
-Το κόστος χρηματοδότησης της χώρας διατηρείται χαμηλό.
-Ακρογωνιαίος λίθος για τη δημοσιονομική και τις λοιπές πολιτικές εγχωρίως, αποτελεί το ευρωπαϊκό πλαίσιο που λειτουργεί σταθεροποιητικά.
-Αυτή είναι αναγκαία συνθήκη όχι όμως και επαρκής για να διατηρηθεί η αξιοπιστία των δημόσιων οικονομικών της χώρας προσεχώς. Ήδη από το επόμενο έτος, η οικονομία θα πρέπει να δείξει σχετικά υψηλότερη δυναμική, εκφραζόμενη σε υψηλότερες επενδύσεις και εξαγωγές.
-Ο προγραμματισμός για το εθνικό σχέδιο ανάπτυξης θα πρέπει να είναι κατάλληλα στοχευμένος. Οι πόροι δεν είναι σκόπιμο να χρησιμοποιηθούν για να ενδυναμωθεί το σημερινό παραγωγικό υπόδειγμα της οικονομίας αλλά, αντίθετα, θα πρέπει να έχουν ρόλο υποστήριξης για τις απαραίτητες υποδομές και δομικές αλλαγές που θα εκφράσουν ένα νέο υπόδειγμα μιας περισσότερο ανοικτής οικονομίας, με ισχυρότερο ρόλο για τις επενδύσεις και εξαγωγές. Ιδιαίτερη σημασία θα έχει οι πόροι να κινητοποιήσουν πρόσθετες ιδιωτικές επενδύσεις και ανθρώπινο κεφάλαιο.
-Οι διαθέσιμοι πόροι είναι πολύ σημαντικοί, αλλά από μόνοι τους δεν καλύπτουν το μεγάλο επενδυτικό κενό στη χώρα ούτε θα διορθώσουν χρόνιες θεσμικές αδυναμίες.
-Πέρα από τις επιμέρους επιλογές της οικονομικής πολιτικής, ιδιαίτερη σημασία έχει η μεταξύ τους διασύνδεση.
-Κάθε κρίση είναι μια ευκαιρία για αλλαγή πορείας. Μόλις διαφανεί η λήξη του προβλήματος, η θεσμική αντίδραση στην παγκόσμια οικονομία θα είναι ισχυρή αλλά οι ευκαιρίες ανάπτυξης δεν θα μοιραστούν ίσα και αυτόματα.
Πηγή: economistas.gr