Το κόστος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας κατά τη διάρκεια των τριών μνημονίων, τα αποτελέσματα των τριών προγραμμάτων, και οι επιπτώσεις στις δημόσιες επενδύσεις είναι εκ των βασικών θεμάτων, τα οποία περιλαμβάνονται στη μελέτη των διεθνών ερευνητικών οργανισμών CEPS και NIESR, που εκπονήθηκε μετά από ανάθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στο πλαίσιο διαδικτυακής εκδήλωσης, την οποία διοργάνωσε το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΟΕΕ).
Σύμφωνα με σημερινή ανακοίνωση του επιμελητηρίου, τα κυριότερα συμπεράσματα της μελέτης είναι τα εξής:
• Το κόστος της προσαρμογής όσον αφορά στην απώλεια του ΑΕΠ και άλλα οικονομικά στοιχεία, όπως η ανεργία, ήταν πολύ υψηλότερα από το αναμενόμενο.
• Η μείωση των δημοσίων επενδύσεων αποδείχθηκε πολύ μεγαλύτερη και πιο επίμονη από ό,τι είχε προγραμματιστεί. Οι δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν κατά περίπου 2% του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2010-2011. Οι δημόσιες επενδύσεις ενδεχομένως χρησίμευαν ως μεταβλητή προσαρμογής για τη ταχύτερη βελτίωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου, καθώς η κυβέρνηση αντιμετώπισε πολιτική πίεση για να αποτρέψει την άσκοπη μείωση του επιπέδου της δημόσιας κατανάλωσης.
• Ήταν οικονομικά αδόκιμο να μειωθούν οι δημόσιες επενδύσεις, δεδομένου του αντίκτυπου, που είχαν στη μακροπρόθεσμη ευημερία της χώρας.
Β και της ταυτόχρονης αύξησης του λόγου χρέους προς το ΑΕΠ μπορεί να εξηγηθεί από την απώλεια εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία. Χρειάστηκαν περίπου δέκα χρόνια για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις να επιστρέψουν στα επίπεδα εμπιστοσύνης που παρατηρήθηκαν πριν από το πρώτο πρόγραμμα.
• Διάφορες παρεμβάσεις θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη διαμόρφωση των προσδοκιών προς μια πιο ευνοϊκή ισορροπία. Το ένα είναι μια παλιότερη χρονικά αναδιάρθρωση του χρέους. ‘Αλλο μέτρο, είναι μια προγενέστερη παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, για να ηρεμήσει τις αγορές υποσχόμενη να «κάνει ό,τι χρειάζεται» και να διασφαλίσει ότι η επιβίωση του ευρώ δεν ήταν υπό αμφισβήτηση. Θα ήταν επίσης χρήσιμο να υπήρχε ένα πιο ενωμένο μέτωπο μεταξύ ελληνικών και ευρωπαϊκών θεσμών, ότι το σχέδιο για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους θα εφαρμοζόταν πλήρως και χωρίς καθυστερήσεις.
• Κοιτάζοντας την αγορά εργασίας, η ονομαστική αύξηση των μισθών προσαρμόστηκε σταθερά στις οικονομικές επιδόσεις, ιδίως από το 2010, ως επακόλουθο των διαπραγματεύσεων του προγράμματος. Τα αποτελέσματα της εκτίμησης δείχνουν ότι η ελληνική προσαρμογή των μισθών τείνει να συμπεριφέρεται διαφορετικά από την αντίδραση του μέσου μισθού σε άλλα προγράμματα προσαρμογής, που εφαρμόστηκαν μετά το 2010.
• Τα αποτελέσματα χρωματίζουν μια μικτή εικόνα που απαιτεί μια βαθύτερη μελέτη της ελληνικής εμπειρίας. Ενώ στα τρία προγράμματα η πρόοδος ήταν άνιση, τα αποτελέσματα αυτής της άσκησης προτείνουν ότι σε μακροοικονομικό επίπεδο επιτεύχθηκαν τόσο οι δημοσιονομικές προσαρμογές όσο και οι προσαρμογές στην αγορά εργασίας. Αυτό, ωστόσο, προήλθε με υψηλό κοινωνικό κόστος και εις βάρος ορισμένων βασικών τομέων, όπως οι δημόσιες επενδύσεις, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την εμπιστοσύνη και τη μακροπρόθεσμη δυναμική της οικονομίας. Υποθέτουμε ότι εάν οι διεθνείς και οι τοπικές αρχές ενεργούσαν με συντονισμένο τρόπο νωρίτερα, ορισμένες από τις μακροοικονομικές δαπάνες θα είχαν αποφευχθεί.
• Το ΔΝΤ και η ΕΕ αντιπροσωπεύουν διαφορετικούς οργανισμούς, οι οποίοι είχαν ουσιαστικά διαφορετικά μερίδια στην ελληνική κρίση. Αυτό επηρέασε τους όρους χρηματοδότησης και την απόφαση παροχής πρόσθετης χρηματοοικονομικής στήριξης, όπου και τα δύο είχαν αντίκτυπο στη βιωσιμότητα του χρέους.
• Ο πρωταρχικός στόχος των προγραμμάτων μετακινήθηκε από την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης της αγοράς, στο πρώτο πρόγραμμα, στη σαφή βιωσιμότητα του χρέους και στη βιώσιμη πρόσβαση στην αγορά στα ακόλουθα δύο.
• Το πρώτο πρόγραμμα δεν κατάφερε να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της αγοράς. Ο σύντομος χρονικός ορίζοντας και η εμπροσθοβαρής προσαρμογή δεν είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση του χρέους και η αξιοπιστία δεν αποκαταστάθηκε. Το δεύτερο πρόγραμμα εκτροχιάστηκε σε μεγάλο βαθμό από εσωτερικές πολιτικές εκδηλώσεις. Μόνο μετά το τρίτο πρόγραμμα αποκαταστάθηκε η πρόσβαση στην αγορά για την Ελλάδα, με αποδεκτά επιτόκια. Στην πράξη, το ελληνικό χρέος ήταν, και εξακολουθεί να είναι, σε μεγάλο βαθμό στα χέρια των επίσημων δανειστών, οι οποίοι εφαρμόζουν πολύ ευνοϊκούς όρους, τόσο ως προς τη διάρκεια όσο και προς τα επιτόκια.
• Η ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε να πιέσει να προηγηθεί ένα πρόγραμμα αναδιάρθρωσης του χρέους με τη συμμετοχή του δημόσιου τομέα πριν από το PSI. Βέβαια, τη δεδομένη χρονική στιγμή οι ευρωπαίοι εταίροι μας ήταν απολύτως αρνητικοί σε ένα τέτοιο σενάριο.
• Συνολικά, οι αλλαγές στους όρους δανεισμού από τον EFSF και τον ESM είχαν θετικό αντίκτυπο στο έλλειμμα και στη βιωσιμότητα του χρέους, διευκολύνοντας την επιστροφή στις αγορές.
• Τέλος, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ήταν μία σταθερά στα τρία προγράμματα. Η αξιολόγηση της εφαρμογής και των επιπτώσεων των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων βασίζεται σε αποδείξεις καθυστερήσεων και έλλειψης πολιτικής και δημόσιας υποστήριξης.
naftemporiki.gr