Στα επόμενα 20 χρόνια, ένα από τα μεγαλύτερα πεδία μάχης στον επιχειρηματικό αγώνα θα είναι η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Στη Βρετανία, οι δαπάνες στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα της υγείας ήδη αντιστοιχούν στο 10% του εθνικού εισοδήματος (ΑΕΠ). Ομοίως, στις ΗΠΑ οι δαπάνες στην υγεία απολαμβάνουν το 17% από την “πίτα” της οικονομίας. Μέχρι το 2030 ακόμα και οι τελευταίοι baby boomers θα έχουν συνταξιοδοτηθεί, το οποίο σημαίνει ότι τότε τα ποσοστά πιθανότατα θα αυξηθούν τουλάχιστον κατά το ήμισυ.
Με αυτά τα δεδομένα, δεν είναι ν’ απορεί κανείς που οι κολοσσοί της τεχνολογίας πλασάρουν τον εαυτό τους – όχι τόσο ως παρόχους τηλεπικοινωνιών ή μηχανές αναζήτησης – αλλά ως εταιρίες που ασχολούνται με τον τομέα της υγείας προσφέροντας στους πελάτες τους σημαντικά δεδομένα για τους καρδιακούς παλμούς τους και τα επίπεδα χοληστερίνης τους, σε συνδυασμό με online συμβουλές για την αντιμετώπιση παθήσεων που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα παθήσεων – από ακμή μέχρι τον Covid-19.
Η Google κατασκευάζει το δικό της λειτουργικό σύστημα για smartwatches, ακριβώς όπως έκαναν πριν από αυτήν η Apple, η Samsung και διάφορες κινέζικες τεχνολογικές εταιρίες. Τα δεδομένα υγείας που συλλέγουν οι εταιρίες μέσω των συσκευών που χρησιμοποιούν τα εν λόγω συστήματα είναι πραγματικό λαχείο σε μία εποχή όπου όλοι αποκτούν εμμονή με την υγεία.
Καθώς, όμως, οι πωλήσεις των smartwatches που λειτουργούν με το λογισμικό της Google είναι σχετικά χαμηλές, η εταιρία αποφάσισε να αποκτήσει πρόσβαση στους χρήστες του Fitbit και ταυτόχρονα να “βγάλει από το παιχνίδι” έναν δυνατό ανταγωνιστή. Αν και η Google αρνείται ότι θα χρησιμοποιήσει τα δεδομένα για να βοηθάει τους διαφημιστές να στοχεύουν καλύτερα τους πελάτες τους, σίγουρα δεν θα μάθουμε ποτέ τι κάνει με αυτά.
Όλοι οι κολοσσοί της τεχνολογίας προσπαθούν να κυριαρχήσουν στην ψηφιακή αγορά εξαγοράζοντας τους μικρότερους αντιπάλους τους. Στην ψηφιακή αγορά η υγεία φαίνεται να είναι το κλειδί για μελλοντική ανάπτυξη, κάτι που καθιστά κάθε επιχείρηση με δεδομένα υγείας ως πιθανό στόχο.