«Το καλοκαίρι της απογοήτευσης» επιγράφεται ανάλυση της οικονομικής επιθεώρησης Handelsblatt, η οποία εκτιμά ότι «στους πιο σημαντικούς τουριστικούς προορισμούς της Ευρώπης επικρατεί νέκρα στην αρχή της σεζόν».
Για την Ελλάδα αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Σε καμία άλλη μεσογειακή χώρα (με εξαίρεση την Κύπρο) ο τουρισμός δεν είναι τόσο σημαντικός όσο στην Ελλάδα. Το 2019 συνέβαλε με 21% στο ΑΕΠ της χώρας. Μία στις τέσσερις θέσεις εργασίας συνδέεται με τον τουρισμό. Κυρίως από τον τουρισμό εξαρτάται πόσο βαθιά στην ύφεση θα κυλήσει φέτος η Ελλάδα.
Ατού της χώρας είναι ότι έχει τα λιγότερα θανατηφόρα κρούσματα από τον κορωνοϊό στη Μεσόγειο. Αλλά τώρα η ελληνική κυβέρνηση προκαλεί ανασφάλεια σε επίδοξους επισκέπτες με μία περίπλοκη διαδικασία εγγραφής καθώς και τεστ για τον κορωνοϊό, που ανακοινώνονται την τελευταία στιγμή. Πολλοί ξενοδόχοι δεν θέλουν να ανοίξουν καν αυτή τη χρονιά. Και σε αυτούς που ανοίγουν η πληρότητα δεν ξεπερνά μέχρι στιγμής το 20%, όπως επισημαίνει ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων (ΠΟΞ) Μιχάλης Τάσιος».
Τα καλά νέα: Παρά την επαπειλούμενη νέα οικονομική κρίση λόγω κορωνοϊού, η Ελλάδα «κρατάει γερά» στις διεθνείς αγορές, μέχρι στιγμής τουλάχιστον. Αυτό επισημαίνει και η Handelsblatt σε άρθρο της με τίτλο «Η Ελλάδα κερδίζει την Ιταλία». Όπως επισημαίνει «τα ελληνικά ομόλογα έχουν ήδη αναπληρώσει, σε μεγάλο βαθμό, τις απώλειες των περασμένων μηνών. Στο απόγειο της ανασφάλειας για τον κορωνοϊό, στα μέσα Μαρτίου, η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου είχε αυξηθεί κατά 4%. Τώρα βρίσκεται στο 1,1%. (…) Η καμπύλη των επιτοκίων για την Ελλάδα κυμαίνεται πιο κάτω από την αντίστοιχη για την Ιταλία. Αναλυτές διακρίνουν μία συγκεκριμένη τάση της αγοράς.
Το ότι τα ελληνικά χαρτιά έχουν μεγαλύτερη ζήτηση από εκείνα του δυτικού γείτονα μάλλον εκπλήσσει σε πρώτη ανάγνωση. Για τους οίκους αξιολόγησης το αξιόχρεο της Ελλάδας είναι από δύο έως τέσσερις βαθμίδες κάτω από τη σύσταση για επένδυση, ενώ τα ιταλικά ομόλογα, με τη βαθμολογία lower medium grade θεωρούνται σε γενικές γραμμές καλή επένδυση». Σύμφωνα με τη Handelsblatt κύριος λόγος για την υψηλή ζήτηση των ελληνικών ομολόγων είναι ότι «μετά από τρία προγράμματα διάσωσης στην περίοδο 2010-2018 περίπου το 80% του ελληνικού χρέους είναι στα χέρια δημόσιων πιστωτών, όπως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) και ο προκάτοχός του (EFSF). Για τους επενδυτές αυτό αποτελεί διασφάλιση, γιατί οι δημόσιοι πιστωτές δεν μπορούν να επιτρέψουν τη χρεοκοπία. Επιπλέον, οι οφειλές των δανείων έχουν επιμηκυνθεί μέχρι το 2060, τα επιτόκια είναι χαμηλά. Αντιστοίχως χαμηλά είναι τα ρίσκα αναχρηματοδότησης του ελληνικού χρέους».