Πυρ ομαδόν από χώρες και χρήστες ανά τον κόσμο δέχονται οι ψηφιακοί κολοσσοί, με τα περισσότερα πυρά να συγκεντρώνει η καλώς ή κακώς δημοφιλής και χρήσιμη σε όλους μας Google. Ενώ οι χώρες ανά τον κόσμο εξετάζουν την επιβολή του λεγόμενου «ψηφιακού φόρου» στους τεχνολογικούς κολοσσούς, συμπεριλαμβανομένων των Apple, Amazon, Alphabet (μητρική της Google) και Facebook, χρήστες της Google υπέβαλαν εναντίον της ομαδική αγωγή για παραβίαση του απορρήτου των υπηρεσιών και ζητούν αποζημίωση ύψους 5 δισ. δολαρίων.
Οι χρήστες της πλέον δημοφιλούς και επιτυχούς μηχανής πλοήγησης στο Ιντερνετ την κατηγορούν ότι συγκέντρωσε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα εκατομμυρίων χρηστών της σχετικά με το τι παρακολουθούν online. Σύμφωνα με τις κατηγορίες, η Google μέσω των Google Ad Manager και Google Analytics και άλλων εφαρμογών της συγκέντρωσε ερήμην και παρά τη θέληση των χρηστών πληροφορίες για τους φίλους τους, τα χόμπι τους, τις διατροφικές προτιμήσεις τους, τις καταναλωτικές συνήθειές τους αλλά ακόμη και για θέματα «απολύτως προσωπικά, που μπορεί να φέρουν κάποιον σε πολύ δύσκολη θέση».
Την ίδια στιγμή, όμως, οι κυβερνήσεις από τη Γαλλία μέχρι την Ινδία, που εξετάζουν από πέρυσι τον λεγόμενο «ψηφιακό φόρο», τώρα βλέπουν σε αυτόν μια διέξοδο από την οικονομική καταστροφή της πανδημίας. Ετσι, η κυβέρνηση Τραμπ περνάει στην αντεπίθεση ανακοινώνοντας έρευνες που θα διεξάγει ο εκπρόσωπος Εμπορίου των ΗΠΑ γύρω από τα σχέδια διαφόρων χωρών για τον «ψηφιακό φόρο». Το αποτέλεσμα είναι, όμως, ότι διακυβεύεται η τύχη της πολυμερούς προσπάθειας που καταβάλλεται εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο να επιτευχθεί διεθνής συμφωνία στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ για το πώς θα φορολογούνται τα έσοδα των ψηφιακών κολοσσών και το διασυνοριακό ηλεκτρονικό εμπόριο.
Δεδομένου ότι δεν έχει επιτευχθεί ακόμη διεθνής συμφωνία, πολλές χώρες επιχειρούν να χειριστούν το θέμα μονομερώς, προκαλώντας βέβαια τη μήνιν του Ντόναλτ Τραμπ. Σε ορισμένες περιπτώσεις επιβάλλουν αμιγώς παραδοσιακούς φόρους επί των εσόδων της εταιρείας εκεί όπου παρήχθησαν τα έσοδα, ανεξάρτητα από το αν έχει φυσική παρουσία στην περιοχή αυτή η εκάστοτε εταιρεία. Η Ινδία, για παράδειγμα, επέβαλε τον Απρίλιο στις μεγάλες ξένες εταιρείες φόρο επί των πωλήσεων προϊόντων και υπηρεσιών που παρέχουν σε πολίτες της. Παράλληλα, η Ε.Ε. επανήλθε στη συζήτηση γύρω από την επιβολή αντίστοιχου φόρου ως μέσου για να αντιμετωπίσει τον οικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας.
Εχει προηγηθεί από πέρυσι η απόφαση της Γαλλίας να επιβάλει φόρο στα έσοδα των ψηφιακών κολοσσών. Προκάλεσε, έτσι, την αντίδραση της κυβέρνησης Τραμπ, που απείλησε με τιμωρητικούς δασμούς στα γαλλικά κρασιά και τυριά και γενικώς σε διεθνώς φημισμένα προϊόντα της Γαλλίας. Η υπόθεση κατέληξε, βέβαια, σε ένα είδος αμοιβαίου μορατόριουμ. Οι δύο χώρες έχουν δεσμευθεί να μην επιβάλουν φόρους ή δασμούς φέτος. Δίνουν, έτσι, περιθώριο χρόνου ώστε να δρομολογηθεί σχετική συμφωνία στους κόλπους του ΟΟΣΑ.
Τώρα, όμως, η κυβέρνηση Τραμπ βλέπει τον «ψηφιακό φόρο» να πλησιάζει επικινδύνως τους ψηφιακούς κολοσσούς, που, σημειωτέον, αποτελούν στρατηγικής σημασίας εταιρείες για την υπερδύναμη. Ανακοίνωσε, έτσι, ότι διεξάγει έρευνες για τους φόρους που είτε έχουν ήδη αποφασίσει είτε σχεδιάζουν να επιβάλουν στο ψηφιακό εμπόριο εννέα χώρες και η Ε.Ε. Ο προεδρεύων του αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, Μίρον Μπρίγιαντ, επέκρινε τα σχέδια των εννέα χωρών για την επιβολή «ψηφιακού φόρου», τον οποίο και χαρακτήρισε «μεροληπτικό και επιζήμιο για την οικονομία». Τάχθηκε, πάντως, υπέρ μιας πολυμερούς συμφωνίας για το θέμα στους κόλπους του ΟΟΣΑ.
Οπως τονίζουν τα αμερικανικά ΜΜΕ, η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης για τον «ψηφιακό φόρο» ενδέχεται να οδηγήσει στην επιβολή δασμών σε εισαγωγές από πολλές χώρες, από τη Βραζιλία και την Ινδία μέχρι τη Βρετανία και πολλές άλλες. Εν ολίγοις, μπορεί να οδηγήσει σε έναν νέο εμπορικό πόλεμο με εκδικητικούς δασμούς στα αμερικανικά προϊόντα.