Στα 8 δισ. ευρώ τοποθετεί την εκδοτική δραστηριότητα του Ελληνικού Δημοσίου το 2024 η Citigroup, πολύ κοντά στις προθέσεις του ΟΔΔΗΧ, σε ένα έτος το οποίο οι ακαθάριστες εκδόσεις ομολόγων των χωρών της ευρωζώνης θα κινηθούν κοντά στο ιστορικό υψηλό το οποίο άγγιξαν φέτος.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τη αμερικάνικης τράπεζας, το Ελληνικό Δημόσιο θα εκδώσει δύο νέα ομόλογα το επόμενο έτος, ξεκινώντας με ένα νέο 10ετές τον Ιανουάριο για την άντληση 3 δισ. ευρώ. Στη συνέχεια, τον Μάιο θα ακολουθήσει η έκδοση νέου 7ετούς ομολόγου για 3 δισ. ευρώ επίσης.
Τα 2 δισ. ευρώ που απομένουν θα αντληθούν, σύμφωνα με τη Citi, μέσω τεσσάρων επανεκδόσεων υφιστάμενων ομολόγων ύψους 500 εκατ. ευρώ η κάθε μία.
Συγκεκριμένα, τον Μάρτιο εκτιμά ότι ο ΟΔΔΗΧ θα επανεκδώσει το 30ετές ελληνικό ομόλογο, τον Απρίλιο το 5ετές, τον Ιούλιο το 7ετές (που θα έχει εκδοθεί τον Μάιο) και τέλος τον Οκτώβριο θα προχωρήσει στο reopening του 5ετούς και πάλι.
Η Citi εκτιμά πως η ακαθάριστη προσφορά ομολόγων στην ευρωζώνη συνολικά θα διαμορφωθεί το 2024 στα 1,223 τρισ. ευρώ και κοντά στο ρεκόρ του 1,236 τρισ. ευρώ που αναμένεται να σημειωθεί φέτος.
Η επίμονα υψηλή προσφορά, όπως εξηγεί, οδηγείται από τις αυξημένες λήξεις τίτλων. Σε επίπεδο χωρών, η Citi αναμένει αύξηση της προσφοράς ομολόγων στην Ολλανδία, την Ιρλανδία, τη Γαλλία, το Βέλγιο και την Ιταλία, σε σχέση με τα φετινά επίπεδα, η οποία και θα αντισταθμιστεί πλήρως από τη μείωση προσφοράς που θα έχουν η Γερμανία, η Αυστρία και η Ισπανία.
Σε απόλυτους αριθμούς, η Γερμανία αναμένεται να εκδώσει ομόλογα ύψους 267 δισ. ευρώ, η Γαλλία 297 δισ. ευρώ, η Ισπανία 157 δισ. ευρώ και η Ιταλία, η οποία και έχει τις μεγαλύτερες δανειακές ανάγκες, αναμένεται να βγει στις αγορές για 312 δισ. ευρώ. Ακολουθούν η Ολλανδία με 54 δισ. ευρώ, το Βέλγιο με 52 δισ. ευρώ και η Αυστρία με 37 δισ. ευρώ.
Είναι προφανές πως οι τεράστιες δανειακές ανάγκες που έχουν οι μεγαλύτερες χώρες του ευρώ, οι οποίες συνεπώς θα βρεθούν αντιμέτωπες με σημαντικές πιέσεις, κάνουν χώρες όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία να ξεχωρίζουν. Η Πορτογαλία αναμένεται να βγει στις αγορές το 2024 για 9 δισ. ευρώ μόνο, ενώ η Ελλάδα για 8 δισ. ευρώ, σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις της Citi.
Ήδη, όλες σχεδόν οι χώρες της ευρωζώνης αντιμετωπίζουν πιέσεις έπειτα και από την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) τον περασμένο Ιούλιο να επιταχύνει το QT, τη νομισματική σύσφιξη δηλαδή, γεγονός που σημαίνει ότι η αγορά γεμίζει όλο και περισσότερο με ομόλογα τα οποία θα πρέπει να αγοράσουν οι επενδυτές και όχι η κεντρική τράπεζα πλέον. Αν και δεν έχει ακόμα ανακοινώσει κάτι σχετικά με το πρόγραμμα επανεπενδύσεων του PEPP, το οποίο κανονικά λήγει στα τέλη του 2024, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Citi όπως και πολλών άλλων οίκων, η κεντρική τράπεζα αναμένεται να το σταματήσει πλήρως νωρίτερα, στις αρχές του 2024.
Η μικρή εκδοτική δραστηριότητα της Ελλάδας και το γεγονός ότι υπάρχει ουσιαστικά έλλειψη ελληνικών ομολόγων στην αγορά, “θωρακίζουν” τις προοπτικές των ελληνικών κρατικών τίτλων, ενώ παράλληλα “εδραιώνουν” τη συνέχιση της υπεραπόδοσης τους έναντι των ιταλικών ομολόγων, με τον ιταλικό… ΟΔΔΗΧ να πρέπει να αντλήσει από τις αγορές πάνω από 300 δισ. ευρώ σε μία περίοδο όπου η δημοσιονομική πορεία της Ιταλίας αμφισβητείται από τους επενδυτές και η χωρά κινδυνεύει μάλιστα να τεθεί σε Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείματος από την Ε.Ε.
Τα σχέδια του ΟΔΔΗΧ
Αξίζει να σημειώσουμε πως στόχος του ΟΔΔΗΧ για το 2024, σύμφωνα με πληροφορίες του Capital.gr, είναι η εκδοτική δραστηριότητα του Ελληνικού Δημοσίου να κινηθεί στα 7-10 δισ. ευρώ, με εκδόσεις βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων ομολόγων.
Ωστόσο, καθώς η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τους μεγαλύτερους οίκους εκτιμάται ότι θα οδηγήσει αυτομάτως σε εισροές 6-10 δισ. ευρώ στα ελληνικά ομόλογα, λόγω της συμπερίληψής τους στους βασικούς διεθνείς δείκτες, θα πρέπει να δημιουργηθεί περαιτέρω εκδοτικός “χώρος”.
Συνεπώς, δρομολογείται η μείωση των εντόκων γραμματίων κατά 1,5-2 δισ. ευρώ από τα 11,5 δισ. ευρώ σήμερα, ενώ εάν το επιτρέψουν οι συνθήκες, η Ελλάδα θα προχωρήσει σε περαιτέρω ανταλλαγές ομολόγων (buybacks) τα οποία λήγουν στα επόμενα 2-3 χρόνια, καθώς και σε νέες πρόωρες αποπληρωμές των διμερών δανείων (GLF). Επιπλέον, θα συνεχιστούν οι εκδόσεις εντόκων στις οποίες μπορούν να συμμετάσχουν και οι μικροεπενδυτές.
Με την ανταλλαγή ομολόγων που έληγαν το 2024 και το 2025 στην οποία προχώρησε ο ΟΔΔΗΧ τον Ιούλιο (1,5 δισ. ευρώ) σε συνδυασμό με τα 5,3 δισ. ευρώ περίπου που θα εξοφληθούν πρόωρα από τα διμερή δάνεια στις 15 Δεκεμβρίου, και που αφορούν επίσης τη διετία, οι χρηματοδοτικές ανάγκες για το 2024 και το 2025, από τα 18 δισ. ευρώ μειώνονται στα 11,2 δισ. ευρώ. Άρα διαμορφώνονται κάτω από τα 6 δισ. ευρώ την κάθε χρονιά πλέον.