Με ιδιαίτερα ισχυρούς ρυθμούς αναμένεται να κινηθεί η ελληνική οικονομία συνεχίζοντας την εντυπωσιακή της υπεραπόδοση και τη βελτίωση των δημοσιονομικών, καθώς η ανάπτυξη στην Ελλάδα θα διαμορφωθεί στο 2,6% έναντι μηδενικής ανάπτυξης στο σύνολο της ευρωζώνης, σύμφωνα με τη νέα έκθεση της Capital Economics για τις προοπτικές του 2024. Χώρες όπως η Ολλανδία και η Αυστρία θα βρεθούν στα όρια της ύφεσης, με τη Γερμανία να βρίσκεται ήδη από φέτος σε ύφεση και να αναμένεται να φλερτάρει με αυτήν και το 2024, ενώ η Ιταλία θα αποτελέσει τη χώρα με την χειρότερη επίδοση καθώς αναμένεται να καταγράψει ύφεση 0,2% το επόμενο έτος. Όπως τονίζει, η ισχυρή οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας, τα πρωτογενή πλεονάσματα και το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησής του χρέους, θα οδηγήσουν στη μείωση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ στο 146% το 2025.
Όπως επισημαίνει ο οίκος, στο πρώτο εξάμηνο του νέου έτους, η ευρωζώνη θα παραμείνει σε ύφεση ή κοντά σε αυτήν, καθώς οι επιπτώσεις των υψηλότερων επιτοκίων συνεχίζουν να επιβαρύνουν την κατανάλωση και τις επενδύσεις των νοικοκυριών και η δημοσιονομική πολιτική γίνεται αυστηρότερη. Ο ονομαστικός πληθωρισμός έχει ήδη υποχωρήσει απότομα και θα πλησιάσει τον στόχο του 2% της ΕΚΤ στο μεγαλύτερο μέρος του 2024.
Αν και η αγορά εργασίας εξακολουθεί να είναι σφιχτή, υπάρχουν ενδείξεις χαλάρωσης και το επίπεδο των κενών θέσεων μειώνεται από τα πρόσφατα υψηλά. Αυτό θα βοηθήσει στη διατήρηση του δομικού πληθωρισμού σε καθοδική πορεία.
Σύμφωνα με την Capital Economics, η ΕΚΤ θα ξεκινήσει έναν κύκλο χαλάρωσης της πολιτικής γύρω στον Απρίλιο του επόμενου έτους και προβλέπει ότι θα μειώσει το επιτόκιο καταθέσεων από 4% επί του παρόντος σε περίπου 2,25% έως το τέλος του 2025.
Βελτίωση των δημόσιων οικονομικών της Ελλάδας
Ειδικά για την Ελλάδα η Capital Economics επισημαίνει ότι θα συνεχίσει να έχει καλύτερες επιδόσεις έναντι της ευρύτερης οικονομίας της ευρωζώνης για τα επόμενα δύο χρόνια και το δημόσιο χρέος θα μειωθεί.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της, η ανάπτυξη το 2024 θα διαμορφωθεί στο 2,6% από 2,4% φέτος, ενώ το 2025 θα κινηθεί με ρυθμούς της τάξης του 2,5%. Συγκριτικά, στην ευρωζώνη από 0,5% φέτος η ανάπτυξη θα είναι μηδενική το 2024, ενώ το 2025 θα διαμορφωθεί στο 1%. Στην Ιταλία, από 0,6% ανάπτυξη φέτος θα βρεθεί σε ύφεση 0,2% το 2024 με μικρή ανάκαμψη στο 0,5% το 2025. Η Γερμανία, από ύφεση 0,2% φέτος θα σημειώσει μηδενική ανάπτυξη το 2024 και το 2025 θα κινηθεί με ρυθμούς της τάξης του 1%.
Η ελληνική οικονομία κινήθηκε σχεδόν σταθεροποιητικά το τρίτο τρίμηνο, αλλά το ΑΕΠ εξακολούθησε να είναι ένα εντυπωσιακό 6% πάνω από το προ πανδημίας επίπεδό του. Και οι έρευνες για τις επιχειρήσεις παραμένουν πολύ πάνω από τους μακροπρόθεσμους μέσους όρους τους και συνάδουν με την επιστροφή στην οικονομική ανάπτυξη το τέταρτο τρίμηνο, όπως σημειώνει ο οίκος.
Η κατανάλωση των νοικοκυριών ενισχύθηκε από την άνοδο της απασχόλησης, η οποία αυξήθηκε κατά 1,7% ετησίως το τρίμηνο, ωθώντας την ανεργία στο 10%, μια τεράστια βελτίωση από 17% στο τέλος του 2019. Η πρόσφατη πτώση του PMI για την απασχόληση υποδηλώνει ότι η αύξηση της απασχόλησης θα επιβραδυνθεί αλλά όχι αρκετά για να ωθήσει το ποσοστό ανεργίας προς τα πάνω.
Η Capital Economics τονίζει πως η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας έχει βοηθηθεί από τις διαρθρωτικές βελτιώσεις, συμπεριλαμβανομένης της μεγάλης πτώσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Και ο ιδιωτικός τομέας της Ελλάδας είναι λιγότερο εκτεθειμένος από αυτούς των περισσότερων χωρών της ευρωζώνης στα αυξανόμενα επιτόκια, επειδή ο δείκτης πιστώσεων προς το ΑΕΠ είναι σχετικά χαμηλός.
Όπως επισημαίνει ο οίκος, το βάρος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας είναι πολύ υψηλό σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα. Ωστόσο, η σταθερή οικονομική ανάπτυξη, τα πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού και το χαμηλό κόστος τόκων λόγω της προηγούμενης αναδιάρθρωσης του χρέους, έχουν θέσει τον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ σε πτωτική τάση. Όπως εκτιμά, ο δείκτης χρέους θα διαμορφωθεί στο 153% το 2024 από 161% φέτος ενώ το 2025 θα μειωθεί στο 146%.
Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να έχει μειωθεί ελαφρά το 2023, βοηθούμενο από την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη και τον αξιοπρεπή έλεγχο των δαπανών. Και η αναβάθμιση στην πιστοληπτική της ικανότητα σημαίνει ότι η Ελλάδα θα πληροί αυτόματα τις προϋποθέσεις για ένταξη στα προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της C.E. το έλλειμα θα διαμορφωθεί στο 2,1% του ΑΕΠ φέτος, στο 1% του ΑΕΠ το 2023 και στο 0,5% του ΑΕΠ το 2025.