Όταν το 2018 τα Ηνωμένα Έθνη ανέφεραν ότι το 55% του πληθυσμού της γης ζει σε αστικές περιοχές, προέβλεψαν ότι το ποσοστό θα φτάσει στο 68% έως τα μέσα του αιώνα. Η μαζική μετακίνηση των ανθρώπων προς τις πόλεις διαρκώς επιταχύνεται και ο λόγος είναι η αναζήτηση οικονομικών και επαγγελματικών ευκαιριών.
Οι πόλεις έχουν δικαίως χαρακτηριστεί ως κέντρα οικονομίας, πολιτισμού και πολιτικής, θα μπορούσαν όμως να παίξουν τον δικό τους ρόλο στην ενίσχυση της διατροφικής ασφάλειας και στην εξασφάλιση επαρκούς τροφής για τον πλανήτη; Σύμφωνα με μία πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Nature Food, η απάντηση είναι… ναι.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Σέφιλντ της Αγγλίας διαπίστωσαν ότι αν χρησιμοποιούσαμε μόνο το 10% των αστικών χώρων πρασίνου και των κήπων στις πόλεις για την καλλιέργεια τροφίμων, θα μπορούσαμε να παρέχουμε ημερησίως 5 μερίδες φρούτων ή λαχανικών στο 15% του τοπικού πληθυσμού.
“Οι αστικές περιοχές είναι ιδανικές για την καλλιέργεια κηπευτικών προϊόντων, δηλαδή φρούτων και λαχανικών,” εξηγεί η διδάκτωρ Εδαφολογίας του Πανεπιστημίου, Jill Edmonson. “Η αστική κηπουρική θα μπορούσε να παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση της διατροφικής ασφάλειας για τους κατοίκους των πόλεων, καθώς η πλειοψηφία του πληθυσμού ζει στις πόλεις. Στην ουσία, θα υπάρχει άμεση πρόσβαση σε φρέσκα θρεπτικά προϊόντα ακριβώς στην πηγή ζήτησης.”
Όπως η ίδια αναφέρει, οι αστικές περιοχές αποτελούνται από “ένα μωσαϊκό μικρότερων τμημάτων πράσινου χώρου” – από μικρούς κήπους μέχρι ολόκληρα οικόπεδα. “Σε αυτούς τους χώρους, μπορούμε να καλλιεργήσουμε διάφορα φρούτα και λαχανικά. Μπορούμε, για παράδειγμα, να επιλέξουμε το αγαπημένο μας φρούτο και να το φυτέψουμε στον μικρό κήπο μας, ή να καλλιεργήσουμε διάφορα κηπευτικά (κρεμμύδια, ντομάτες, κλπ) αν έχουμε μεγαλύτερο χώρο.”
Η έλλειψη επαρκούς τροφής είναι ένα σοβαρό πρόβλημα που επηρεάζει πολλούς ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο. Τα Ηνωμένα Έθνη μιλούν για 821 εκατομμύρια ανθρώπους που υποφέρουν από υποσιτισμό. Παρ’ όλα αυτά, όσο σημαντική κι αν είναι η προοπτική καλλιέργειας σε αστικές περιοχές, υπάρχουν αναμφίβολα εμπόδια.
Κατά την κ. Edmonson, η υλοποίηση μίας αστικής καλλιέργειας είναι περίπλοκη και απαιτεί τη στήριξη των τοπικών αλλά και των κρατικών αρχών για να μπορέσουν να ξεπεραστούν οι επιστημονικές, πρακτικές, τεχνικές, κοινωνικές και οικονομικές δυσκολίες. “Όμως,” επισημαίνει, “δεδομένης της τωρινής πανδημίας του Covid-19, υπάρχει μία ξεκάθαρη ανάγκη να κατανοήσουμε πώς μπορούμε να συντομεύσουμε τις εφοδιαστικές αλυσίδες και να γίνουμε πιο αυτάρκεις σε τοπικό επίπεδο.”
Καλλιέργειες χωρίς χώμα.
Εξίσου σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση της διατροφικής ασφάλειας παίζουν και άλλες τεχνολογίες, όπως είναι η υδροπονία. Ο Εθνικός Σύνδεσμος Κηπουρικής της Μ. Βρετανίας (RHS) περιγράφει την υδροπονία ως την “επιστήμη καλλιέργειας φυτών χωρίς χώμα, όπου τα φυτά θρέφονται από θρεπτικά ορυκτά άλατα διαλυμένα σε νερό, ή λιπαίνονται με απόβλητα ψαριών.”
Πρόκειται για μία ευέλικτη τεχνική που δεν απαιτεί φυσικό φως. Αυτήν τη στιγμή, αρκετές επιχειρήσεις ήδη προσπαθούν να εξελίξουν αυτά τα συστήματα. Μεταξύ τους είναι και η αγγλική Growing Underground, η οποία χρησιμοποιεί υδροπονία και τεχνολογία LED για την καλλιέργεια βρώσιμων νεαρών χόρτων (microgreens) και φυλλωδών λαχανικών στις υπόγειες εγκαταστάσεις της καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.
Όπως εξηγεί η κ. Edmonson, τα συστήματα υδροπονίας έχουν προοπτικές στις αστικές περιοχές επειδή μπορούν να αξιοποιήσουν τους ανεκμετάλλευτους “γκρίζους χώρους” πάνω και μέσα στα κτίρια για την παραγωγή τροφίμων. “Για παράδειγμα,” αναφέρει, “στο κέντρο του Σέφιλντ ανακαλύψαμε ότι σε κάθε κάτοικο της πόλης αντιστοιχούν 0,5 τ.μ. γκρίζου χώρου (π.χ. ταράτσες). Μπορεί να ακούγεται λίγο, αλλά τα συστήματα υδροπονίας έχουν τη δυνατότητα παραγωγής σοδειάς υψηλής αξίας όλο τον χρόνο.”