Τηλεφωνήματα. Ιστορικό αναζητήσης. Εντοπισμός τοποθεσίας. Κάθε δεδομένο που συλλέγεται για έναν συγκεκριμένο σκοπό, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για κάποιον άλλον σκοπό…
Τα δεδομένα του ιστορικού αναζήτησης, για παράδειγμα, συλλέγονται για τη βελτιστοποίηση των προτάσεων που γίνονται μέσω αλγορίθμων ή για τη δημιουργία ψηφιακών προφίλ των χρηστών του διαδικτύου. Αλλά όχι μόνο… Οι “έξυπνες” συσκευές (smart ηχεία, wearables, κλπ.) κάνουν τόσο λεπτομερή καταγραφή της ζωής μας που συχνά χρησιμοποιούνται ακόμα και για τη διαλεύκανση εγκλημάτων.
Τα δεδομένα που συλλέγονται δεν χρειάζεται να εμπεριέχουν καταγραφή του εγκλήματος ή ομολογία για να είναι χρήσιμα στην αστυνομία. Η καταγραφή της τοποθεσίας, των ενεργειών, και άλλων λεπτομερειών δίνουν τη δυνατότητα στις Αρχές να εξακριβώσουν το πότε ένα ύποπτος ψεύδεται ή όχι.
Φυσικά, το πρόβλημα δεν περιορίζεται στα μεμονωμένα apps, αλλά καλύπτει ένα υπερβολικά περίπλοκο και ελάχιστα ελεγχόμενο σύστημα συλλογής δεδομένων. Μόλις αυτόν τον μήνα, η Apple άρχισε να ζητά από τους προγραμματιστές των apps να φανερώνουν τις βασικές λεπτομέρειες που αφορούν στιην πολιτική προσωπικών δεδομένων τους.
Οι χρήστες δίνουν τη συγκατάθεσή τους για τη συλλογή των προσωπικών δεδομένων τους όταν επιλέγουν “Συμφωνώ” στο κατέβασμα ενός app, χωρίς να ξέρουν με τι ακριβώς συμφωνούν λόγω της δυσνόητης φύσης των πολιτικών προσωπικών δεδομένων.
Μία εύκολη στην ανάγνωση πολιτική προσωπικών δεδομένων, όπως αυτή που προτείνει η Apple, σίγουρα είναι χρήσιμη αλλά – στην πράξη – ούτε οι προγραμματιστές γνωρίζουν πού θα καταλήξουν τα δεδομένα που συλλέγονται μέσω των apps τους. Σαφέστατα, ο κίνδυνος “παρακολούθησής” μας αυξάνεται όσο υιοθετούμε τη συνήθεια να έχουμε πάντα ενεργοποιημένες τις συσκευές μας και όσο συμφωνούμε απερίσκεπτα στη χρήση των προσωπικών δεδομένων μας.
Το καλοκαίρι, η Amazon δεσμεύτηκε να σταματήσει προσωρινά (και όχι μόνιμα) την πώληση τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου στις Αρχές, κάτι που έκανε εδώ και χρόνια. Η απόφαση της εταιρίας ήταν αποτέλεσμα της αύξησης των αιτημάτων της αστυνομίας για παραχώρηση των δεδομένων χρηστών, ακόμα και όσων συλλέγονται από τα smart speakers της.
Οι Αρχές βασίζονται όλο και περισσότερο στα “εντάλματα γεωεντοπισμού”, κατά τα οποία ζητούν από τις τεχνολογικές εταιρίες τα δεδομένα όλων των συσκευών που εντοπίζονται κοντά στον τόπο ενός εγκλήματος. Οι εν λόγω εταιρίες, μεταξύ των οποίων και η Google, παραχωρούν στην αστυνομία μία ανώνυμη λίστα χρηστών αρχικά, και σε δεύτερη φάση μία περιορισμένη λίστα με τα δεδομένα των υπόπτων.
Μεταξύ του 2017 και του 2018, η Google ανέφερε αύξηση 1.500% στα εντάλματα γεωεντοπισμού. Η Apple, η Uber και το Snapchat έχουν επίσης λάβει αντίστοιχα αιτήματα για τα δεδομένα μίας μεγάλης ομάδας ανώνυμων χρηστών. Οι οργανώσεις ατομικών δικαιωμάτων έχουν ζητήσει από τη Google να αποκαλύψει τη συχνότητα που ικανοποιεί τέτοιου τύπου αιτήματα.
Η λύση δεν έγκειται στο να σταματήσουμε απλά να αγοράζουμε συσκευές IoT, ούτε στο να σταματήσουν οι τεχνολογικές εταιρίες να μοιράζονται τα δεδομένα των χρηστών τους με τις Αρχές. Αυτό που απαιτείται είναι να γνωρίζουν οι χρήστες τα ψηφιακά “ίχνη” που αφήνουν πίσω τους κατά τη χρήση των ηλεκτρονικών συσκευών, καθώς και πώς οι Αρχές μπορούν να εκμεταλλευτούν τα ασαφή συστήματα συλλογής δεδομένων εν αγνοία τους.