Τα αποτελέσματα των γενικών εκλογών στην Ελλάδα αυτή την Κυριακή θα είναι κρίσιμα για να καθοριστεί εάν η χώρα μπορεί να διατηρήσει τη βιωσιμότητα του χρέους και να επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα μέχρι το τέλος του έτους, επισημαίνει η Allianz Research σε σημερινή της ανάλυση.
Το κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας προηγείται στις δημοσκοπήσεις με 36%, αλλά δεν είναι πολύ πιθανό να κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία καθώς οι πρόσφατες αλλαγές στον εκλογικό νόμο εμποδίζουν το νικητήριο κόμμα να λάβει μπόνους εδρών. Ως αποτέλεσμα, είναι πιθανό να διεξαχθούν νέες εκλογές στις αρχές Ιουλίου όπου θα εφαρμοστεί “ενισχυμένη” πλειοψηφία, με το πρώτο κόμμα που θα λάβει μπόνους 40 εδρών να ανακηρύσσεται νικητής. Το πιο πιθανό αποτέλεσμα κατά την Allianz θα είναι μία συνεργασία μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ μετά τις δεύτερες εκλογές, καθώς ένας συνασπισμός μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ θα χρειαζόταν πιθανώς περισσότερα μικρότερα κόμματα για να κυβερνήσει. Εάν η ΝΔ καταφέρει να κρατήσει την εξουσία, ο οίκος αναμένει συνέχιση της τρέχουσας “συνετής” πολιτικής, με κάποιους συμβιβασμούς με το ΠΑΣΟΚ.
“Δεν βλέπουμε ουσιαστικούς κινδύνους απόκλισης από την τρέχουσα ατζέντα πολιτικής, αλλά ακόμη και μια μέτρια περίοδος πολιτικής αβεβαιότητας θα επιβάρυνε τις οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας”, προειδοποιεί η Allianz. Η Ελλάδα είναι ένας από τους κύριους δικαιούχους των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης της, αλλά θα πρέπει να εφαρμοστούν κρίσιμες μεταρρυθμίσεις (δηλαδή μεταρρυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα για την αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους και την ενίσχυση των κεφαλαιαγορών ή μεταρρυθμίσεις για τη στήριξη του ιδιωτικού τομέα για την ελάφρυνση του διοικητικού φόρτου και τη βελτίωση του ρυθμιστικού πλαισίου) τα επόµενα χρόνια για τη λήψη των πόρων.
Στο πλαίσιο αυτό, οποιαδήποτε καθυστέρηση υλοποίησης θα καθυστερούσε τον θετικό οικονομικό αντίκτυπο, τονίζει ο οίκος. Η πολιτική αβεβαιότητα θα μπορούσε επίσης να καθυστερήσει την επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα μέχρι το τέλος του 2023, δεδομένου ότι η πολιτική και δημοσιονομική δυναμική της χώρας επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τις αποφάσεις αξιολόγησης των οίκων.
Είναι ενθαρρυντικό, όπως προσθέτει η Allianz, ότι τα ελληνικά κρατικά ομόλογα διαπραγματεύονται πλέον με αποδόσεις που συνάδουν με τις χώρες με αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας και οι αγορές δεν φαίνεται να τιμολογούν καμία πολιτική αναταραχή. Το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους παραμένει σε “επίσημα χέρια” (76% το 2022 από 26% το 2011) και η μέση διάρκεια του χρέους έχει επεκταθεί στα 17,5 έτη το 2022 (από 6,3 έτη το 2011), γεγονός που μετριάζει την επιβάρυνση των τόκων εξυπηρέτησης εν μέσω των αυξανόμενων επιτοκίων της ΕΚΤ. Ωστόσο, η Allianz αναμένει αύξηση της επιβάρυνσης του χρέους (τόκοι) της κυβέρνησης από τα ιστορικά χαμηλά επίπεδα που παρατηρήθηκαν το 2022 (2,4% του ΑΕΠ), αν και όχι τόσο σημαντική όσο αναμένεται σε άλλες περιφερειακές χώρες.
Κοιτάζοντας πέρα από το 2023, και στο πλαίσιο της φιλόδοξης αναθεώρησης των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ, η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να δώσει προτεραιότητα στη σταθεροποίηση του δημοσιονομικού ισοζυγίου της, πραγματοποιώντας παράλληλα τις απαραίτητες επενδύσεις για την τόνωση της δυνητικής ανάπτυξης. Την τελευταία δεκαετία, η Ελλάδα σημείωσε μια αξιοσημείωτη δημοσιονομική ανάκαμψη. Ωστόσο, η βιωσιμότητα του χρέους απαιτεί συνεχή δημοσιονομική προσαρμογή καθώς η χώρα ανακάμπτει τόσο από την πανδημία όσο και από την ενεργειακή κρίση, επισημαίνει η Allianz.
Η τήρηση των νέων δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ θα είναι κρίσιμη για την Ελλάδα για την ενίσχυση των δημοσιονομικών αποθεμάτων ασφαλείας της. Οι νέοι κανόνες προσφέρουν μια διαδρομή καθαρών δαπανών για κάθε χώρα που βασίζεται σε απλούστερους κανόνες και με μεγαλύτερη ευελιξία για την αντιμετώπιση των απαραίτητων δαπανών σε τομείς προτεραιότητας, σε αντάλλαγμα για αυστηρότερη εποπτεία και ισχυρότερη επιβολή. Για την Ελλάδα, η διατήρηση της εστίασης στις δαπάνες που ενισχύουν την ανάπτυξη θα είναι ουσιαστικής σημασίας για τη σταθεροποίηση του χρέους όταν οι τρέχουσες κυκλικές πιέσεις από την ενεργειακή κρίση υποχωρήσουν και παραχωρήσουν τη θέση τους στις διαρθρωτικές προκλήσεις από την πράσινη μετάβαση, σημειώνει ο οίκος.
Σύμφωνα με υπολογισμούς της Allianz, ο απλοποιημένος κανόνας δαπανών της ΕΕ ως ενιαίος στόχος λειτουργίας θα λειτουργούσε καλά για την Ελλάδα, υποδηλώνοντας μέση αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ +1,3% ετησίως, σύμφωνα με τη δυνητική ανάπτυξη. Αυτός ο κανόνας μειώνει σημαντικά την προκυκλικότητα και την πολυπλοκότητα του τρέχοντος δημοσιονομικού πλαισίου, ενώ εξακολουθεί να οδηγεί την κυβέρνηση προς την αξιόπιστη εξυγίανση του χρέους.
Ο συνδυασμός αυτού με έναν μηχανισμό “φρένου χρέους” (debt-break) μπορεί επίσης να προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία στις συγκεκριμένες συνθήκες της Ελλάδας, επιτρέποντάς της μια μεγαλύτερη περίοδο προσαρμογής για τη μείωση του υπερβολικού χρέους.
Ακόμη και κάτω από ένα δυσμενές σενάριο χρέους, η Ελλάδα θα είναι σε θέση να μειώσει περαιτέρω το χρέος της κατά περισσότερο από 30 ποσοστιαίες μονάδες σε λιγότερο από το 150% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα. Η μέση πραγματική αύξηση βάσει του κανόνα των δαπανών θα ήταν επίσης κατά μέσο όρο περίπου 1,3% ετησίως, που είναι κοντά στο δυνητικό προϊόν της χώρας, καταλήγει η Allianz.