Οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας συνδέονται άμεσα με το κόστος των καυσίμων, όπως το φυσικό αέριο, το πετρέλαιο και ο λιγνίτης, καθιστώντας την επιλογή των καυσίμων βασικό παράγοντα διαμόρφωσης των τιμών, αναφέρει η Alpha Bank σε έκθεσή της με τίτλο: «Ηλεκτρική ενέργειας, Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και το νέο ενεργειακό τοπίο».
Ωστόσο, σημειώνει η έκθεση, εκτός από το κόστος των καυσίμων, διάφοροι άλλοι παράγοντες επηρεάζουν τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτοί περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την προσφορά και τη ζήτηση για ηλεκτρισμό, τη διαθεσιμότητα των ΑΠΕ, τα έξοδα των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, τα κόστη μεταφοράς και διανομής, τη δυναμική του ανταγωνιστικού περιβάλλοντος, τα δομικά χαρακτηριστικά της αγοράς, τις καιρικές συνθήκες, τις εποχιακές διακυμάνσεις, τα γεωπολιτικά γεγονότα, τις φυσικές καταστροφές, τους διάφορους κανονισμούς και πολιτικές, τις τεχνολογικές εξελίξεις αλλά και τα κερδοσκοπικά περιθώρια στις χρηματοοικονομικές αγορές.
Από τις υψηλότερες στην Ευρώπη οι τιμές ρεύματος
Από το 2021 μέχρι και τα μέσα του 2022, η χώρα ήρθε αντιμέτωπη με σημαντικές αυξήσεις στη χονδρική τιμή του ηλεκτρισμού, με τις υψηλές τιμές της ενέργειας, κυρίως του φυσικού αερίου, να συμβάλλουν στις ιστορικά υψηλές τιμές στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, σημειώνεται.
«Το υψηλό κόστος κατέστησε τη χώρα ανάμεσα στις ακριβότερες στην ΕΕ στην ηλεκτρική ενέργεια, κυρίως λόγω της υψηλής εξάρτησής της από το εισαγόμενο φυσικό αέριο. Για να αποφευχθεί η μετακύλιση της συνολικής αύξησης του κόστους στους καταναλωτές, η χώρα έλαβε σημαντικά μέτρα και παρείχε επιδοτήσεις προκειμένου να συγκρατηθούν οι αυξήσεις στις τελικές τιμές της ενέργειας».
Επενδύσεις για την ενεργειακή μετάβαση
Αναφορικά με την ενεργειακή μετάβαση, η έκθεση σημειώνει ότι η Ελλάδα έχει δεσμευτεί να συμμορφωθεί στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και έχει ευθυγραμμίσει τα εθνικά της σχέδια για το κλίμα με τους ευρωπαϊκούς στόχους, θέτοντας δικούς της στόχους για την ένταξη των ΑΠΕ, τη μείωση του διοξειδίου του άνθρακα και τον σταδιακό περιορισμό του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή.
Ο ηλεκτρισμός είναι μια μεγάλη αγορά με σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης που μπορεί ταυτόχρονα να αποτελέσει βασικό μοχλό στην πορεία της χώρας προς την ενεργειακή μετάβαση. Ωστόσο, η μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας απαιτεί σημαντικές επενδύσεις τις επόμενες δεκαετίες σε υποδομές, όπως αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα, αλλά και σε αποθηκευτικές μονάδες. Όμως, επενδύσεις απαιτούνται και σε έρευνα και καινοτομία για την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, οι οποίες θα ενθαρρύνονται και μέσω της παροχής φορολογικών κινήτρων και άλλων υποστηρικτικών πολιτικών.
Στο 40% η συμβολή των ΑΠΕ
Οι ΑΠΕ, σύμφωνα με την έκθεση, συνέβαλλαν μόνο κατά 14% στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας, ενώ έως το 2021 η συμβολή τους είχε αυξηθεί επίσης σημαντικά, με το μερίδιό τους να φθάνει πλέον σε ποσοστό άνω του 40%. Συγκεκριμένα, η υδροηλεκτρική, η αιολική και η ηλιακή ενέργεια συνέβαλλαν κατά 11%, 19% και 10% αντίστοιχα και τα βιοκαύσιμα κατά 1%.
Ωστόσο, αν και υπήρξε αξιοσημείωτη αύξηση στην ενσωμάτωση των ΑΠΕ στο ηλεκτροπαραγωγικό μείγμα, η συμμετοχή των ορυκτών καυσίμων σε αυτό παραμένει υψηλή, σε ποσοστό οριακά κάτω του 60%.
Alpha Bank, ρεύμα
Η ΔΕΗ παραμένει ο μεγαλύτερος παραγωγός και προμηθευτής ηλεκτρισμού, καθώς διαθέτει την υψηλότερη εγκατεστημένη ισχύ μεταξύ των παραγωγικών σταθμών, οι οποίοι περιλαμβάνουν λιγνιτοηλεκτρικούς σταθμούς, υδροηλεκτρικά έργα και άλλες ΑΠΕ.
Ωστόσο, ενώ η ΔΕΗ διατηρεί ισχυρή παρουσία στην ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, τα τελευταία χρόνια το μερίδιο αγοράς της έχει μειωθεί, καθώς έχει αυξηθεί ο ανταγωνισμός από άλλες εταιρείες, παραγωγούς και προμηθευτές, μειώνοντας έτσι τη συγκέντρωση της αγοράς.