Η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση και είναι η πλέον ευάλωτη ενεργειακά εφόσον το πρόβλημα αυτό συνδυαστεί με κρίσιμα δημοσιονομικά μεγέθη όπως το χρέος προς το ΑΕΠ και το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού, εξηγεί η Citigroup. Τα βασικά ερωτήματα που έχουν προκύψει σχετικά με την αγορά ενέργειας που βλέπει η Citigroup μετά από συζητήσεις με τους πελάτες της είναι ακόλουθα:
- Η Ευρώπη έχει ξεφύγει από τον κίνδυνο, μετά τη μείωση των τιμών;
- Ποιο είναι το πιθανό αποτέλεσμα του σχεδίου της ΕΕ να θέσει πλαφόν επί των τιμών της ενέργειας;
- Τέλος, ποιες χώρες θα ωφεληθούν;
Η αμερικάνικη τράπεζα δημιούργησε έναν πίνακα με βαθμολογίες έξι διαφορετικών παραγόντων και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα είναι η πιο ευάλωτη δημοσιονομικά αλλά και σε ό,τι αφορά την διάρθρωση που έχει στην αγορά ενέργειας ανάμεσα σε όλες τις χώρες, Η μέτρηση της Citigroup έγινε με χρήση τους παράγοντες που αφορούν την εξάρτηση της ηλεκτρικής ενέργειας από το φυσικό αέριο και τις ΑΠΕ, την πυρηνική ενέργεια, τον πληθωρισμό ενέργειας, το δείκτη χρέους προς το ΑΕΠ και το έλλειμμα του προϋπολογισμού. Η Νορβηγία, η Σουηδία, η Αυστρία και η Γαλλία φαίνονται λιγότερο ευάλωτες χώρες, ενώ το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ελλάδα είναι οι πιο εκτεθειμένες στον ενεργειακό κίνδυνο.
Η Citigroup πιστεύει ότι ο κίνδυνος για την Ευρώπη εξακολουθεί να υφίσταται αλλά οι επιδοτήσεις πράσινων έργων και η χρηματοδότηση του πακέτου NGEU θα μπορούσε να βοηθήσει. Και πάλι όμως, εντός της ΕΕ, Ολλανδία, Ιταλία και Ελλάδα φαίνονται ιδιαίτερα ευάλωτες.
Σε ότι αφορά το πρώτο ερώτημα, η Citigroup επισημαίνει πως οι τιμές του φυσικού αερίου μειώθηκαν πρόσφατα, καθώς τα επίπεδα αποθήκευσης φυσικού αερίου έφτασαν το στόχο του 80% δύο μήνες νωρίτερα από το στόχο. Τα πρόβλημα είναι όμως ότι η Ευρώπη έχει προμηθευτεί αυτήν την αποθηκευμένη ενέργεια σε απίστευτα υψηλές τιμές και η παγκόσμια αγορά φυσικού αερίου παραμένει πολύ σφιχτή.
Τα βλέμματα είναι στραμμένα στην ανακοίνωση της 14ης Σεπτεμβρίου από την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν αν αναφορικά με ποιόν τρόπο η ΕΕ σχεδιάζει να περιορίσει τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για τους καταναλωτές. Οι υπουργοί Ενέργειας συναντώνται την 9η Σεπτεμβρίου, συνεπώς θα υπάρξουν κάποια σχετικά νέα νωρίτερα. Εάν προκύψει ένα αποφασιστικό σχέδιο όπως είχε γίνει τον Ιούνιο του 2020, τότε θα μπορούσε να υπάρξει ανοδική πορεία για το ευρώ και οι ευρωπαϊκές μετοχές να υπεραποδώσουν, αλλά η ΕΕ έχει δώσει πολλά δείγματα γραφής στην απογοήτευση των προσδοκιών της αγοράς.
1) Ιταλική πρόταση – καρτέλ αγοραστών όπου η ΕΕ ενημερώνει τους πωλητές φυσικού αερίου ότι υπάρχει ένα ανώτατο όριο που είναι διατεθειμένη να πληρώσει. Αυτό φαίνεται πολύ απίθανο καθώς θα απαιτούσε η Ρωσία να είναι ανοιχτή σε μια τέτοια συμφωνία και θα εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό από τους αγοραστές LNG στην Ασία που είναι πρόθυμοι να πληρώσουν υψηλότερες τιμές στην ανοιχτή αγορά.
2) Πρόταση της Ελλάδας – Να χωριστεί η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας σε δύο τομείς, ορυκτά καύσιμα και πράσινη ενέργεια. Αυτό είναι δύσκολο να εφαρμοστεί χωρίς ποσοτικούς περιορισμούς και πλαφόν και δομική αναδιάρθρωση στον ισχύοντα μηχανισμό της οριακής τιμής. Οι τελικοί χρήστες θα εξαντλήσουν αρχικά τις φθηνότερες προμήθειες πράσινης ενέργειας και στη συνέχεια το πιο ακριβό από τα ορυκτά. Ο μηχανισμός μπορεί να λειτουργήσει αλλά θα ισοδυναμεί με επιδότηση των χωρών με υψηλή χρήση φυσικού αερίου από τις χώρες με χαμηλή χρήση αερίου.
3) Η Ιβηρική εξαίρεση – Η πράσινη ενέργεια αντικαθιστά το όριο των τιμών φυσικού αερίου και η Ισπανία και η Πορτογαλία ουσιαστικά μειώνουν την εγχώρια τιμή του φυσικού αερίου σε δημοπρασίες ηλεκτρικής ενέργειας χρησιμοποιώντας κέρδη από τον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Υπάρχουν ωστόσο ορισμένοι οικονομολόγοι στον πυρήνα της Ευρώπης που τάσσονται κατά της αποτελεσματικής επιδότησης του τομέα των ορυκτών, κάτι που μπορεί να καθιστά πολιτικά δύσκολη την εφαρμογή του. Ωστόσο, αν υποτεθεί ότι αυτό θα μπορούσε να επεκταθεί σε ολόκληρη την ΕΕ, η πρωτοβουλία θα λειτουργήσει πραγματικά μόνο για χώρες με μεγάλους τομείς ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και πυρηνικής ενέργειας που μπορούν να αντισταθμίσουν τον άνθρακα.
4) Δημοσιονομική παρέμβαση: Για όσους δεν διαθέτουν μεγάλους μη ορυκτούς τομείς, η επιβάρυνση θα μπορούσε στη συνέχεια να πέσει είτε σε μεμονωμένα κράτη για να καλύψουν το κενό είτε σε αναπροσαρμογές των κεφαλαίων του προγράμματος NGEU.
«Πιστεύουμε ότι ένας συνδυασμός των παραπάνω επιλογών 3) και 4) είναι το πιθανότερο σε κάποια μορφή. Έτσι, οι ωφελούμενοι θα πρέπει θεωρητικά να είναι οι χώρες με χαμηλή εξάρτηση από το φυσικό αέριο σε σχέση με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την πυρηνική ενέργεια, με χαμηλό πληθωρισμό ενέργειας και δημοσιονομικό χώρο για να δαπανήσουν για ανώτατα όρια τιμών», καταλήγει η Citigroup.
Πηγή: newmoney.gr