DBRS: Σημαντική για την Ελλάδα μια «ανθεκτική» επενδυτική βαθμίδα

Το παγκόσμιο περιβάλλον παραμένει δύσκολο, υπογραμμίζοντας την ανάγκη να διατηρηθεί η δημοσιονομική πειθαρχία, σημειώνει ο οίκος που έχει βαθμολογήσει με ΒΒ την ελληνική οικονομία - Στις 8 Σεπτεμβρίου η επόμενη αξιολόγηση

Τη σπουδαιότητα της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα επισημαίνει σε έκθεσή του ο καναδικός οίκος DBRS. Όπως αναφέρει οι περιστάσεις που θα οδηγήσουν σε αυτή, θα δημιουργήσουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, θα επιταχύνουν τις ξένες επενδύσεις και θα βελτιώσουν το περιβάλλον λειτουργίας των τραπεζών.

Οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες θα μπορούσαν να σημειώσουν σχετική βελτίωση λόγω της καλύτερης αντίληψης του κινδύνου, αν και αυτό θα συμβεί στο πλαίσιο των ακόμη αυστηρότερων παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών συνθηκών.

Επιπλέον, τα ρίσκα για την παγκόσμια οικονομία παραμένουν, καθώς ο πλήρης αντίκτυπος της γοργής νομισματικής σύσφιξης δεν έχει φανεί ακόμα.

Όπως σημειώνει ο οίκος, θα αναθεωρήσει την αξιολόγηση του ελληνικού αξιόχρεου που έχει τοποθετήσει σε υψηλή βαθμίδα (ΒΒ), με σταθερές προοπτικές, στις 8 Σεπτεμβρίου του 2023. «Εν τω μεταξύ, θα συνεχίσουμε να αξιολογούμε την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, τη βελτίωση των οικονομικών προοπτικών, τη δέσμευση για δημοσιονομική εξυγίανση που διατηρεί τον δείκτη δημόσιου χρέους σε πτωτική τροχιά και τη συνολική σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, καθώς όλα αυτά οδηγούν την Ελλάδα στο κατώφλι της αξιολόγησης επενδυτικής βαθμίδας», σημειώνει, συμπληρώνοντας ότι «το κύριο ερώτημα που μέχρι στιγμής έχει κρατήσει την Ελλάδα μακριά από την επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα είναι η διάρκεια αυτής της προόδου».

«Συνεχίζουμε να αξιολογούμε την ανθεκτικότητα της προόδου που έχει επιτευχθεί μέχρι στιγμής και την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας», σημειώνει η Νίκολα Τζέιμς, συν-επικεφαλής των κρατικών αξιολογήσεων. «Μια κρίση όπως η COVID-19 δείχνει ότι μια διαφοροποιημένη παραγωγική οικονομία με δημοσιονομικό χώρο, μπορεί να θωρακίσει μια οικονομία από εξωτερικούς κραδασμούς και αυτό φάνηκε επίσης όταν προέκυψε η ανάγκη για λήψη μέτρων στήριξης της ενέργειας».

Από την τελευταία του αξιολόγηση στις 10 Μαρτίου 2023, είχε αναφέρει η DBRS σε σημείωμά της της επομένη των εκλογών της 25ης Ιουνίου, παρά την αβεβαιότητα που επικρατούσε ενόψει των πρόσφατων εκλογών, το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας εξασφάλισε και πάλι την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αναμένεται να ακολουθήσει άλλη μια θητεία συνέχισης της πολιτικής. Αυτό θα επιτρέψει στη νέα κυβέρνηση να συνεχίσει να εφαρμόζει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις.

Όπως αναφέρει, η πολιτική που έχει ανακοινώσει ότι θα ακολουθήσει η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να ευθυγραμμίζεται σε γενικές γραμμές με τις προσδοκίες. Τα σχέδια για τον εκσυγχρονισμό του συστήματος δικαιοσύνης και του συστήματος δημόσιας υγείας, μαζί με τις βελτιώσεις στην εκπαίδευση, θα συμβάλουν στην επίτευξη μακροπρόθεσμων οφελών.

Επιπλέον, η ατζέντα δεν αναμένεται να εμποδίσει την πορεία δημοσιονομικής εξυγίανσης. Η Ελλάδα αποπληρώνει το χρέος του επίσημου τομέα και χρηματοδοτείται από τις αγορές. Από τον Μάιο, η απόδοση των 10ετών ομολόγων της Ελλάδας είναι χαμηλότερη από εκείνη της Ιταλίας (αξιολόγηση BBB (υψηλή), με σταθερό  outlook.

Ωστόσο, τα ζητήματα που έχουν κληροδοτηθεί από το παρελθόν και που σχετίζονται με το υψηλό χρέος του δημόσιου τομέα, τα ακόμη αυξημένα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα και το υψηλό ποσοστό ανεργίας, θα παραμείνουν βασικές προκλήσεις.

Τα πραγματικά επιτόκια και η δυναμική της ανάπτυξης θα μπορούσαν να είναι λιγότερο ευνοϊκά στο μέλλον, τονίζοντας την ανάγκη για συνεχή πειθαρχία στην πολιτική. Η χώρα έχει περάσει από μια μεγάλη δημοσιονομική εξυγίανση, συχνά επώδυνη, αλλά σταθεροποίησε με επιτυχία τα δημοσιονομικά της.

Ως εκ τούτου, ο καναδικός οίκος θεωρεί ότι η Ελλάδα έχει βελτιώσει σημαντικά την ανθεκτικότητά της με την πάροδο των ετών, με πλεόνασμα του γενικού προϋπολογισμού σε κάθε έτος από το 2016 έως το 2019, ενώ το έλλειμμα μειώθηκε από 9,7% του ΑΕΠ το 2020 σε 7,1% το 2021 και σε 2,3% πέρυσι, σύμφωνα με τη Eurostat. Μαζί με το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο είναι πιθανό και πλεόνασμα το επόμενο έτος. Ο δείκτης χρέους του δημόσιου τομέα έχει μειωθεί κατά 35 ποσοστιαίες μονάδες από το τέλος του 2020, λόγω της πειθαρχημένης προσέγγισης στη διαχείριση της κρίσης, της σταθερής οικονομικής ανάκαμψης και της σημαντικής έκρηξης του πληθωρισμού.

 

Newmoney.gr

Exit mobile version