Η γερμανική τράπεζα Deutsche Bank εκτιμά ότι η Alpha Bank είναι αυτή που θα επωφεληθεί περισσότερο από τη συμφωνία με την ιταλική τράπεζα Unicredit. H τιμή στόχος που δίνει ο γερμανικός οίκος είναι τα 2 ευρώ ανά μετοχή και η σύσταση είναι “buy”, ενώ η τιμή της Alpha Bank στο ταμπλό του ΧΑ σήμερα σημειώνει άνοδο κατά 7% στα 1,362 ευρώ ανά μετοχή.
Η DB θεωρεί σχεδόν δεδομένο ότι η UniCredit θα αγοράσει το 9% το μερίδιο που διαθέτει το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στην Alpha Bank, το οποίο θα ήταν σαφές θετικό στοιχείο για την απομάκρυνση κάθε πιθανής πτώσης στη μετοχή από την εκποίηση του ΤΧΣ.
Την ίδια στιγμή, ο οίκος βρίσκει ότι οι συμφωνίες θα έχουν θετικό πρόσημο σε μια σειρά μεγεθών για την ελληνική τράπεζα. Οι προοπτικές για τη Ρουμανία είναι θετικές, αλλά η έλλειψη οικονομιών κλίμακας ήταν τροχοπέδη για την Alpha Bank Ρουμανίας και με αυτή τη συμφωνία επιταχύνεται η επίτευξη του φιλόδοξου στρατηγικού σχεδίου για τη χώρα από την ελληνική τράπεζα, όπως η μείωση των στοιχείων ενεργητικού στη Ρουμανία περίπου 2 δισ. ευρώ αλλά και τα 300 εκατ. που εισπράχθηκαν σε μετρητά για τα μερίδια που πωλήθηκαν στη ρουμανική θυγατρική αλλά για την ελληνική θυγατρική AlphaLife, με την διατήρηση του 9,9% των μετοχών στη νέα μεγαλύτερη τράπεζα στη Ρουμανία να είναι σαφώς θετική για την ελληνική τράπεζα.
Η Alpha Bank θα βελτιώσει τα κεφάλαιά της πάνω από 1% ενώ η συναλλαγή θεωρείται ουδέτερη για τα κέρδη ανά μετοχή της, εκτιμά ο γερμανικός οίκος. Από την άλλη όμως, οι συναλλαγές οδηγούν σε αύξηση του δείκτη αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων RΟTE κατά τουλάχιστον 0,5%. Η αποδοτικότητα θα πρέπει να αναφερθεί σε μια νέα πορεία που θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των κερδών, ενώ τα πλεονάζοντα κεφάλαια που δημιουργούνται θα μπορούσαν πιθανόν να χρησιμοποιηθούν για την επιτάχυνση της αναδιάρθρωσης και εξυγίανσης μετά το κλείσιμο της συναλλαγής το 2024.
Η συναλλαγή, επίσης, δημιουργεί στη Ρουμανία και στην Ελλάδα μια εταιρική σχέση στη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων σε unit-linked προϊόντα, μια μακροπρόθεσμη συμφωνία διανομή, η οποία αναμένεται να ωφελήσει τις εμπορικές δυνατότητες στην Ελλάδα με βάση τη δύναμη της Unicredit σε αυτά τα προϊόντα.
H DB χαρακτηρίζει την κίνηση της Unicredit απροσδόκητη. Ενώ το σκεπτικό για την κίνηση στη Ρουμανία, όπου η UCG έχει ήδη παρουσία, είναι απλή, δηλαδή δημιουργεί την τρίτη μεγαλύτερη τράπεζα στη χώρα με 12% στην αγορά μερίδιο, δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για την κίνηση στην Αlpha Bank, όπου η UCG θα παραμείνει μέτοχος μειοψηφίας.
Τα περισσότερα ερωτήματα των επενδυτών, όπως ήταν λογικά αναμενόμενο, σχετίζονται με το σκεπτικό για την αγορά ποσοστού 9% στην Αlpha Bank και κατά πόσον η κίνηση αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει το πρώτο βήμα μιας επιχειρηματικής συνένωσης.
«Κατά τη διάρκεια της τηλεδιάσκεψης, ο διευθύνων σύμβουλος της UCG, κ. Orcel, ήταν πολύ σαφής λέγοντας ότι η εξαγορά του μεριδίου: α) θα πρέπει να εξεταστεί στο ευρύτερο πλαίσιο της συναλλαγής, δηλαδή της σύμπραξης στην Ελλάδα και των εξαγορών και συγχωνεύσεων στη Ρουμανία, και β) δεν αντιπροσωπεύει καθόλου ένα πρώτο βήμα για μεγαλύτερη συμμετοχή της UCG στην ελληνική τράπεζα.
Aπό την πλευρά της η Morgan Stanley, προσθέτει τη μετοχή της Alpha Bank στην κατηγορία Financials’ Finest list με την ταυτόχρονη αφαίρεση της Τράπεζας Πειραιώς. Οι τιμές στόχοι για τις δύο τράπεζες είναι για την Τράπεζας Πειραιώς τα 4,16 ευρώ και για τη μετοχή της Alpha Bank τα 1,99 ευρώ., με τις συστάσεις να είναι overweight. Η αλλαγής της επιλογής της Morgan Stanley οφείελται στη χαμηλή αποτίμηση της Alpha Bank και την υπεραπόδοση της Τράπεζας Πειραιώς.
«Με τις τιμές των μετοχών της Τράπεζας Πειραιώς να έχουν αυξηθεί κατά 25% τους τελευταίους 6 μήνες και κατά 133% τους τελευταίους δώδεκα μήνες, αντικαθιστούμε την Τράπεζα Πειραιώς με την Alpha Bank στο Financials’ Finest List. Η Alpha Bank διαπραγματεύεται με 0,4 φορές για το 2025 τον δείκτη P/TBV (βάσει του consensus και των προβλέψεων της MS) για ένα δείκτη αποδοτικότητας RoTE 10,2%, έχοντας υποτιμηθεί από την πρόσφατη κορυφή στις 0,6 φορές. Η MS για την Τράπεζα Πειραιώς βλέπει την καταθετική της βάση ως βασικό πλεονέκτημα για το μέλλον.