Ως κίνδυνο, και μάλιστα σημαντικό, για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα του ευρωσυστήματος χαρακτηρίζει τα κρυπτονομίσματα, σε ενημερωτικό της σημείωμα που δημοσιεύτηκε στις 24 Μαΐου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Όπως επισημαίνει, δεν έχουν καμία εσωτερική αξία, παρουσιάζουν ακραία μεταβλητότητα, απαιτείται υψηλή ποσότητα ενέργειας για την εξόρυξή τους (άρα είναι μη περιβαλλοντικά φιλικά) και χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση παράνομων δραστηριοτήτων. Ως εκ τούτου, λέει η ΕΚΤ, τίθενται σοβαρά ζητήματα.
Στον χώρο, πέρα από μικροεπενδυτές που επιδιώκουν εύκολο και γρήγορο πλουτισμό, ωστόσο, έχουν εισέλθει μεγάλοι παίκτες, ακόμα και θεσμικοί επενδυτές, με την προσδοκία ότι κατ’ αυτό τον τρόπο θα καταφέρουν να διαφοροποιήσουν το χαρτοφυλάκιό τους.
Έτσι, ενώ οι αγορές κρυπτονομισμάτων αντιπροσωπεύουν επί του παρόντος λιγότερο από το 1% του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, έχουν αυξηθεί σημαντικά από το τέλος του 2020. Παρά τις πρόσφατες πτώσεις, παραμένουν το ίδιο επικίνδυνες όσο, για παράδειγμα, τα sub-prime που πυροδότησαν την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-08.
Εξελίξεις
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, το σύμπαν των κρυπτονομισμάτων έχει αυξηθεί δραματικά τόσο σε μέγεθος όσο και σε πολυπλοκότητα από τα τέλη του 2020.
Παρά τις πρόσφατες εξελίξεις, η συνολική κεφαλαιοποίησή τους εξακολουθεί να είναι περίπου επτά φορές μεγαλύτερη από ό,τι ήταν στις αρχές του 2020, έχοντας φτάσει στα τέλη του 2021 τα 2,5 τρισεκ. ευρώ.
Ταυτόχρονα, επιλεγμένα υποτμήματα εντός του οικοσυστήματος, όπως τα stablecoins, τα μη ανταλλάξιμα tokens (NFT) και το DeFi αναπτύχθηκαν πολύ το 2021. Βέβαια, τα επίπεδα αστάθειας είναι εξαιρετικά υψηλά, με τις τιμές να θυμίζουν τρενάκι roller coaster. Επίσης, η αυξανόμενη συσχέτιση των κρυπτονομισμάτων με τα περιουσιακά στοιχεία κινδύνου θέτει υπό αμφισβήτηση τη χρησιμότητά τους για τη διαφοροποίηση ενός χαρτοφυλακίου.
Πέρα από τα παραπάνω, oι δεσμοί μεταξύ των κρυπτογραφικών περιουσιακών στοιχείων και του τραπεζικού τομέα της ζώνης του ευρώ ήταν περιορισμένοι – αν και οι επαφές με την αγορά δείχνουν ότι υπήρχε αυξανόμενο ενδιαφέρον το 2021, κυρίως μέσω χαρτοφυλακίων ή βοηθητικών υπηρεσιών που σχετίζονται με ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία. Τα μεγάλα δίκτυα πληρωμών έχουν επίσης εντείνει την υποστήριξή τους. Επιπλέον, η αγορά υποδηλώνει ότι η αυξανόμενη συμμετοχή των asset managers ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό στη ζήτηση των δικών τους πελατών.
Η ζήτηση από θεσμικούς επενδυτές στην Ευρώπη έχει επίσης αυξηθεί. Για παράδειγμα, το 56% των Ευρωπαίων θεσμικών επενδυτών που ερωτήθηκαν από τον πάροχο υπηρεσιών θεματοφυλακής και εκτέλεσης Fidelity Digital Assets ανέφεραν ότι έχουν κάποιο επίπεδο έκθεσης σε ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία –από 45% το 2020–, με την πρόθεσή τους να επενδύσουν επίσης ανοδική.
Κίνδυνος
Η φύση και η κλίμακα της αγοράς των κρυπτονομισμάτων εξελίσσονται ταχέως και αν συνεχιστούν οι τρέχουσες τάσεις, τα εν λόγω assets θα αποτελέσουν κίνδυνο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Ενώ ο συσχετισμός μεταξύ μη υποστηριζόμενων κρυπτο-περιουσιακών στοιχείων και του παραδοσιακού χρηματοπιστωτικού τομέα έχει αυξηθεί σημαντικά, οι διασυνδέσεις και άλλα κανάλια μετάδοσης παρέμειναν περιορισμένα.
Οι επενδυτές μπόρεσαν να διαχειριστούν την πτώση 1,3 τρισεκατομμυρίων ευρώ της κεφαλαιοποίησης των μη υποστηριζόμενων κρυπτο-περιουσιακών στοιχείων από τον Νοέμβριο του 2021, χωρίς να προκύψουν κίνδυνοι χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Ωστόσο, με αυτόν τον ρυθμό, θα φτάσουμε σε ένα σημείο που τα μη υποστηριζόμενα κρυπτογραφικά περιουσιακά στοιχεία θα βάλουν βόμβα στα θεμέλια του συστήματος.
Ο συστημικός κίνδυνος αυξάνεται ανάλογα με το επίπεδο διασύνδεσης μεταξύ του χρηματοπιστωτικού τομέα και της αγοράς κρυπτονομικών περιουσιακών στοιχείων, τη χρήση μόχλευσης και τη δανειοδοτική δραστηριότητα.
Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό για τις ρυθμιστικές αρχές και τις εποπτικές αρχές να παρακολουθούν προσεκτικά τις εξελίξεις και να κλείνουν τα ρυθμιστικά κενά ή τις δυνατότητες αρμπιτράζ.
Δεδομένου ότι πρόκειται για παγκόσμια αγορά και ως εκ τούτου παγκόσμιο ζήτημα είναι απαραίτητος ο παγκόσμιος συντονισμός των ρυθμιστικών μέτρων» καταλήγει η ΕΚΤ.
Πηγή: fortunegreece.gr