Μέσα σε διάστημα μόλις τριών εβδομάδων, συναντήθηκε με τον Γάλλο πρόεδρο στο Παρίσι, την Ιταλίδα πρωθυπουργό στη Ρώμη, τον Ινδό πρωθυπουργό στη Νέα Υόρκη και το «μισό» κινεζικό υπουργικό συμβούλιο στο Πεκίνο.
Όχι, δεν είναι πολιτικός αλλά επιχειρηματίας: ένας από τους πλουσιότερους στον κόσμο.
Ο Ελον Μασκ βρέθηκε στο Πεκίνο το διήμερο 30-31 Μαΐου, όπου είχε επαφές με τους υπουργούς Εξωτερικών, Εμπορίου και Βιομηχανίας, καθώς και με τον αντιπρόεδρο της κινεζικής κυβέρνησης.
Εν συνεχεία, στις 15 Ιουνίου, μετέβη στη Ρώμη όπου είχε διαδοχικές συναντήσεις με τον υπουργό Εξωτερικών, Αντόνιο Ταγιάνι, και την πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι.
Μια ημέρα μετά, στις 16 Ιουνίου, θα συναντούσε από κοντά τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν στο Παρίσι, στο περιθώριο του συνεδρίου Viva Tech. Μακρόν και Μασκ είχαν, όμως, ξανασυναντηθεί και στις 15 Μαΐου στη γαλλική πρωτεύουσα, στο περιθώριο της επιχειρηματικής/επενδυτικής συνόδου «Choose France».
Οι επαφές κορυφής θα είχαν όμως συνέχεια και αυτήν την εβδομάδα για τον επικεφαλής των εταιρειών Tesla, SpaceX/Starlink και Twitter, με τον Ελον Μασκ να συναντά στις 20 Ιουνίου τον Ινδό πρωθυπουργό Ναρέντρα Μόντι στη Νέα Υόρκη.
Ο 51χρονος Μασκ είναι «περιζήτητος», ως φαίνεται, μεταξύ των πολιτικών ηγεσιών της υφηλίου οι οποίες βλέπουν πολλά υποσχόμενες επενδύσεις και δυνητικά προσοδοφόρες προοπτικές ανάπτυξης στο πρόσωπό του.
Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία διαγκωνίζονται διεκδικώντας, ως επίδοξες τοποθεσίες εγκατάστασης, το επόμενο μεγα-εργοστάσιο που πρόκειται να αποκτήσει η αυτοκινητοβιομηχανία ηλεκτρικών οχημάτων Tesla στην Ευρώπη.
Η Tesla διαθέτει ήδη εγκαταστάσεις στη Γερμανία (βλ. Gigafactory Berlin Brandenburg ή Gigafactory 4). Σύμφωνα με όσα έχουν ανακοινωθεί ωστόσο, θέλει να αποκτήσει άλλη μία «Gigafactory» επί ευρωπαϊκού εδάφους… την οποία τώρα διεκδικούν Παρίσι, Μαδρίτη και Ρώμη. Πώς; Προσεγγίζοντας, μεταξύ άλλων, και τον ίδιο τον Μασκ…
Επενδύσεις από την πλευρά της Tesla θα ήθελε, ωστόσο, να προσελκύσει – με το βλέμμα στραμμένο σε ηλεκτρικά οχήματα, μπαταρίες, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και δίκτυα τηλεπικοινωνιών – και η ραγδαία αναδυόμενη Ινδία των 1,4 δισ. κατοίκων, με την ηγεσία της οποίας ο Μασκ βρίσκεται άλλωστε σε επαφές εδώ και χρόνια. Ο Ναρέντρα Μόντι είχε επισκεφθεί τις εγκαταστάσεις της Tesla στην Καλιφόρνια το 2015.
Ενώ και στο μέτωπο των ήδη ανεπτυγμένων επιχειρηματικών δεσμών του Ελον Μασκ με το Πεκίνο, υπάρχουν προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης τις οποίες, ως φαίνεται, εξετάζουν οι εμπλεκόμενες πλευρές. Τον περασμένο Απρίλιο, ανακοινώθηκε, για παράδειγμα, η κατασκευή ενός νέου εργοστασίου μπαταριών της Tesla στη Σαγκάη, που θα έρθει να προστεθεί στις ήδη υπάρχουσες γιγαντιαίες εγκαταστάσεις (Gigafactory Shanghai/Gigafactory 3) που διατηρεί η αυτοκινητοβιομηχανία του Μασκ εκεί.
Ωστόσο ο Ελον Μασκ δεν είναι μόνο αυτοκινητοβιομήχανος, αλλά ούτε και παλαιάς κοπής επιχειρηματίας. Αντιθέτως, πρωταγωνιστεί στη διεθνή ειδησεογραφία όχι μόνο για όσα κάνει επιχειρηματικά ή τεχνολογικά, αλλά και για όσα (συχνά αμφιλεγόμενα και/ή αυτοαναφορικά) «λέει» δημοσίως μέσα από τις – δεκάδες εβδομαδιαίως – αναρτήσεις του, στο δικής του ιδιοκτησίας πια, Twitter.
Ο Μασκ διαγκωνίζεται πια με τον Μπερνάρ Αρνό της LVMH για τη θέση του πλουσιότερου ανθρώπου στον κόσμο, έχοντας πίσω του μια περιουσία το συνολικό ύψος της οποίας ανέρχεται σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια. Ο ίδιος δεν κατέχει, ωστόσο, μόνο μέσα παραγωγής (Tesla) αλλά και μέσα πολιτικής επικοινωνίας και προπαγάνδας (Twitter), στα οποία μάλιστα δημοσιεύει και τις συχνά ακατέργαστες ή αμφιλεγόμενες προσωπικές του απόψεις.
Ο Ελον Μασκ έχει τη διάθεση να εμπλακεί στα κοινά, οδηγώντας τη δημόσια συζήτηση στην κατεύθυνση δικών του προσωπικών εμμονών, είτε πρόκειται για εμμονές ιδεολογικού περιεχομένου είτε για εμμονές ρυθμίσεων και διαδικασιών.
Η επιλογή του να δώσει δημοσιότητα στις ραδιοφωνικές συνομιλίες που είχε με Αμερικανούς προεδρικούς υποψηφίους όπως είναι ο Ρον Ντε Σάντις και ο Ρόμπερτ Φράνσις Κένεντι Τζούνιορ στέλνει προεκλογικά μηνύματα προς την πλευρά των Αμερικανών ψηφοφόρων ενόψει 2024.
Και η ροπή του προς τη συνωμοσιολογία και την παραπληροφόρηση, εκφάνσεις των οποίων μάλιστα αναπαράγει κατά τρόπο συνθηματολογικό, μέσω Twitter, απευθυνόμενος σε ένα διεθνές κοινό εκατοντάδων εκατομμυρίων ακολούθων, επηρεάζει τις τάσεις στον δημόσιο διάλογο.
«Θα λέω αυτό που θέλω να πω, και αν κατά συνέπεια χάσω χρήματα, ας είναι», δήλωσε ο ίδιος πρόσφατα.
Το ζήτημα, ωστόσο, δεν έχει να κάνει με τα χρήματα που μπορεί να χάσει ένας εγωκεντρικός δισεκατομμυριούχος ιδιώτης με τάσεις αυτοπροβολής, αλλά με την επιρροή που αυτός μπορεί να έχει στις εξελίξεις διεθνώς.
«Ο Τζορτζ Σόρος μισεί την ανθρωπότητα… Θέλει να διαβρώσει τον ίδιο τον ιστό του πολιτισμού», τουίταρε ο Μασκ τον περασμένο Μάιο, προκαλώντας την αντίδραση εβραϊκών οργανώσεων αλλά και του ιδίου του ισραηλινού υπουργείου Εξωτερικών που τον κατηγόρησαν για αντισημιτισμό. Κι όμως, λίγες εβδομάδες αργότερα, ο ίδιος άνθρωπος θα είχε ανέφελες συναντήσεις με Κινέζους υπουργούς και ηγέτες από τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ινδία. Εάν ήταν πολιτικός, και όχι επιχειρηματίας, θα ήταν άραγε το ίδιο εύκολο να έχει αυτές τις επαφές;
Ο Μασκ, ωστόσο, δεν είναι ένας απλός επιχειρηματίας.
Είναι ένας μεγαλομανής δισεκατομμυριούχος που νιώθει ότι μπορεί να έχει άποψη για τα πάντα, παρουσιάζοντας ακόμη και ένα δικό του σχέδιο ειρήνευσης για την Ουκρανία το οποίο έθεσε μάλιστα σε ψηφοφορία στο πλαίσιο δημοσκόπησης στο Twitter τον Οκτώβριο του 2022. Ένα σχέδιο στο πλαίσιο του οποίου εκείνος είχε αποκηρύξει μάλιστα ως «λανθασμένη» την παραχώρηση της Κριμαίας στην Ουκρανία από τον Χρουστσόφ.
«Ο Μασκ έχει, αναμφισβήτητα, μεγαλύτερη επιρροή από τους περισσότερους ηγέτες παγκοσμίως αυτήν τη στιγμή και από οποιονδήποτε άλλον επιχειρηματία […] Είναι κάτι ανάμεσα σε Γουίλιαμ Ράντολφ Χίρστ και Χένρι Φορντ», σχολιάζει ο Αλεξ Κλίμεντ της Gzero Media.
Ο Ντέρεκ Ρόμπερτσον (Digital Future Daily/Politico) είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο πέρυσι στην αμερικανική «έκδοση» του Politico για τους «μεγιστάνες της τεχνολογίας που θέλουν να αναπλάσουν την αμερικανική πολιτική»… και ο Μασκ δείχνει να ταιριάζει σε ακριβώς αυτήν την κατηγορία.
Αναφερόμενος στη δύναμη των τεχνολογικών κολοσσών, ο Γιούλιαν Ρίνγκχοφ (ECFR) είχε παρουσιάσει προ μηνών, μέσα από τον ιστοχώρο του European Council on Foreign Relations, την περίπτωση του Ελον Μασκ ως ενδεικτική της «εποχής των ego-politics», καλώντας μάλιστα τις δυτικές Αρχές να περιορίσουν την ισχύ των μεγιστάνων της τεχνολογίας.
«Οι CEOs του κλάδου της τεχνολογίας έχουν γίνει πια οι πιο κρίσιμοι πολιτικοί θεματοφύλακες στη σύγχρονη ιστορία των μέσων ενημέρωσης (political gatekeepers). Κι αυτό, όχι θέτοντας υποψηφιότητα για κάποιο αξίωμα αλλά χρησιμοποιώντας την ιδιοκτησία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ως μέσο εξασφάλισης πολιτικής επιρροής», έγραφε η Τζόαν Ντόνοβαν (Harvard Kennedy School) πέρυσι στον Guardian.
Ποιες είναι, όμως, στην πραγματικότητα οι πολιτικές θέσεις του πολιτικολογούντος Μασκ, ενός ανθρώπου που είχε παλαιότερα αυτοχαρακτηριστεί «μισός Δημοκρατικός – μισός Ρεπουμπλικανός»; «Είναι περίπλοκο», απαντούν οι New York Times, υποστηρίζοντας ότι όσα εκείνος πρεσβεύει «παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ασαφή».
Το μόνο σίγουρο είναι ότι, παρά τη σχετική φημολογία, ο 51χρονος δισεκατομμυριούχος δεν δικαιούται, ως γεννηθείς στη Νότια Αφρική, να θέσει υποψηφιότητα ως αντιπρόεδρος στο πλευρό του υποψηφίου για την προεδρία των ΗΠΑ με το ρεπουμπλικανικό κόμμα Ρον Ντε Σάντις…
Πηγή: Kathimerini.gr