Στην Κίνα στρέφεται η προσοχή των αγορών και των επενδυτών παγκοσμίως, καθώς η έξαρση των κρουσμάτων covid σε συνδυασμό με την πολιτική μηδενικών κρουσμάτων του Covid αλλά κυρίως οι εξεγέρσεις που εκδηλώνονται τις τελευταίες ημέρες, δημιουργούν ερωτήματα για τις συνέπειες στην οικονομία της χώρας και τα προβλήματα που μπορεί να δημιουργηθούν στη διεθνή εφοδιαστική αλυσίδα.
Η Κίνα αποτελεί σημαντικό «πελάτη» για τις ευρωπαϊκές εξαγωγές, αλλά και κεντρικό προμηθευτή της ευρωπαϊκής αγοράς όχι μόνο σε τελικά προϊόντα, αλλά και σε ενδιάμεσα αγαθά και πρώτες ύλες που είναι απαραίτητες για την παραγωγή στη γηραιά ήπειρο.
Ήδη η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας λόγω της πολιτικής μηδενικών κρουσμάτων έχει αντίκτυπο και στις δυτικές οικονομίες, οι οποίες βρίσκονται σε ιδιαίτερα κρίσιμη φάση, λόγω της πληθωριστικής κρίσης και της οικονομικής στασιμότητας που προκαλεί η αύξηση των επιτοκίων.
Οποιαδήποτε επιδείνωση στην Κίνα τη στιγμή που οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούν να κατεβάσουν τον πληθωρισμό χωρίς να προκαλέσουν μεγάλη ύφεση, θα προκαλούσε αλυσιδωτές επιπτώσεις παγκοσμίως, καθώς εάν η Κίνα «φρενάρει» κι άλλο -και μάλιστα απότομα- θα ενισχυθεί η υφεσιακή δυναμική παγκοσμίως.
Η έξαρση των κρουσμάτων covid το τελευταίο διάστημα σε συνδυασμό με την εμμονή του Πεκίνου στην πολιτική μηδενικών κρουσμάτων δημιούργησε αμφιβολίες για το εάν η οικονομική λειτουργία μπορεί να επανέλθει σε «κανονικότητα».
Διεθνείς εταιρείες επενδύσεων, μεταξύ αυτών η Nomura και η Goldman Sachs, προβλέπουν σε κάθε περίπτωση δυσκολίες για την κινεζική οικονομία και το 2023, καθώς η ζήτηση δεν αναμένεται να αναθερμανθεί λόγω των περιορισμών που πλήττουν την κατανάλωση και την παραγωγικότητα, αλλά και επειδή οι καταναλωτές έχουν εξαντλήσει τις αποταμιεύσεις τους.
Και βέβαια οι επιδόσεις αυτές απέχουν παρασάγγας από εκείνες που κατέγραφε η Κίνα στο παρελθόν, δεδομένου ότι μέσος ρυθμός της δεκαετίας πριν την πανδημία ήταν 8,9%.
Και οι προβλέψεις αυτές αφορούν σε «κανονικές συνθήκες» χωρίς δηλαδή να υπολογίζουν τις συνέπειες από ενδεχόμενη γενικευμένη κοινωνική έκρηξη.
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θεωρείται αναπόφευκτο κάποια στιγμή στην Κίνα, ιδιαίτερα εφόσον οι οικονομικές συνθήκες εντείνουν την κοινωνική δυσαρέσκεια και πυροδοτήσουν αντιδράσεις και πολιτικές εξελίξεις.
Η οικονομική άνοδος της Κίνας έχει «τρομάξει» τις ΗΠΑ, οι οποίες θεωρούν το Πεκίνο στρατηγικό αντίπαλο, οικονομικά και γεωπολιτικά. Από 1ης Ιανουαρίου η αμερικανική κυβέρνηση έχει θέσει σε ισχύ απαγόρευση πώληση προηγμένων ημιαγωγών (επεξεργαστών) και άλλων προϊόντων υψηλής τεχνολογίας στην Κίνα, μια κίνηση που δυσχεραίνει την προσπάθεια του Πεκίνου να σταματήσει την εξάρτηση από τα κεφάλαια και την υψηλή τεχνολογία της Δύσης και να στρέψει το μοντέλο ανάπτυξης στο εσωτερικό της χώρας.
Οι υψηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης των προηγούμενων δεκαετιών επιτεύχθηκαν χάρη στο χαμηλό εργατικό κόστος της Κίνας και την εισροή ξένων επενδύσεων.
Αλλά οι συνθήκες έχουν αλλάξει και στο πλαίσιο της λεγόμενης αποπαγκοσμιοποίησης τα δυτικά κεφάλαια αποσύρονται, ενώ και οι διεθνείς αγορές αρχίζουν να «κλείνουν».
Πέρα από το συγκυριακό «φρένο» του covid, οι προβλέψεις δείχνουν ότι την επόμενη δεκαετία ο μέσος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα κινείται γύρω από το 3-4% κάτω από το μισό του ρυθμού που υπήρχε πριν την πανδημία.
Πηγή: newmoney.gr