Με σύσταση overweight για όλες τις εγχώριες τράπεζες ανανεώνει την προσέγγιση της, η αμερικανική επενδυτική τράπεζα, JP Morgan, με τιμές στόχους που προσφέρουν υψηλό περιθώριο ανόδου.
Οι τιμές στόχοι προτείνει είναι: Alpha Bank 1,40 ευρώ και περιθώριο ανόδου 48%, Eurobank 1,50 ευρώ και ανοδικό περιθώριο 62%, Εθνική Τράπεζα 4,50 ευρώ και ανοδικό περιθώριο 34% και τέλος Τράπεζα Πειραιώς 2,20 ευρώ και περιθώριο ανόδου 100%.
H Eurobank και η Τράπεζα Πειραιώς είναι οι κορυφαίες επιλογές μεταξύ των ελληνικών τραπεζών αλλά η Eurobank παραμένει, μεσοπρόθεσμα. η κορυφαία επιλογή της JPM.
«Αναβαθμίζουμε την Τράπεζα Πειραιώς σε σύσταση overweight, όπως και τις άλλες τρεις εγχώριες τράπεζες, και πλέον συστήνουμε overweight και στις τέσσερις ελληνικές τράπεζες με θετικές συστάσεις και υψηλά περιθώρια ανόδου της τάξεως του 34% έως και 100%, με κάθε τράπεζα να διαθέτει ένα διαφορετικό επενδυτικό στόρι και ξεχωριστή σχέση κινδύνου/απόδοσης», εξηγεί η JPM, η οποία θεωρεί τις ελληνικές τράπεζες ότι είναι ο προτιμώμενος τρόπος για επένδυσης στη ν περιοχή της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης (CEEMEA) μαζί με τις με τις τράπεζες Εrste και NLB.
Γιατί αναβαθμίζει την Πειραιώς σε overweight
Η Τράπεζα Πειραιώς έχει υποστεί μια σημαντική στροφή και μείωσε τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ύψους 20 δισ. ευρώ από τον ισολογισμό του 2020 και βελτίωσε εμφανώς τα έσοδα και τη δομή κόστους, επισημαίνει η JPM.
«Με δείκτη αποτίμησης μόλις 3,1 φορές για το 2023 σε όρους τιμής προς κέρδη (P/E) και 0,2 φορές σε όρος P/TBV φαίνεται πολύ ελκυστική η Τράπεζα Πειραιώς και εξακολουθεί να βρίσκεται σε επίπεδα όπου ο δείκτης NPE ήταν κοντά στο 50% και ο όμιλος είχε ένα μέσο CoCos ύψους €2 δισ. στον ισολογισμό της. Πιστεύουμε ότι αυτό είναι αδικαιολόγητο και βλέπουμε δυναμικό περιθώριο ανόδου 100%, ποσοστό που είναι από τα υψηλότερα στην κάλυψη των τραπεζών στην περιοχή CEEMEA», επισημαίνει με νόημα ο Mehmet Sevim.
Τα βασικά στοιχεία που υποστηρίζουν τη μεσοπρόθεσμη θετική άποψη και δίνουν τα υψηλά περιθώρια ανόδου στις μετοχές για τις ελληνικές τράπεζες είναι ο συνδυασμός από τους εξυγιασμένους ισολογισμούς, τη σημαντική αναπτυξιακή πορεία, την υψηλή επιτοκιακή μόχλευση και τη μεγάλη ενοποίησης της αγοράς, καθώς και η δυνατότητα επιστροφής κεφαλαίου στους μετόχους τους, εξηγεί η JPM.
«Βλέπουμε ότι οι βιώσιμοι δείκτες αποδοτικότητας (ROTE) των ελληνικών τραπεζών βελτιώνονται στο 9% κατά μέσο όρο έως το 2024, το οποίο περιλαμβάνει τώρα κόστος κινδύνου περίπου 1,5 φορές υψηλότερο από τα κανονικοποιημένα επίπεδα, δεδομένου του τρέχοντος μακροοικονομικού περιβάλλοντος (10% ROTE υποθέτοντας κανονικοποιημένο CoR) και δεν θεωρούμε ότι οι μετοχές με αποτίμηση στις 0,40 φορές την καθαρή ενσώματη λογιστική αξία του 2023 (P/NAV) αντικατοπτρίζουν την πλήρη έκταση αυτής της βελτίωσης του ROTE», εξηγεί η τράπεζα.
«Η ανάλυση των αρνητικών σεναρίων δείχνει διαχειρίσιμες επιπτώσεις και οι αποτιμήσεις εξακολουθούν να είναι οι πιο ελκυστικές στην Ευρώπη για τις ελληνικές τράπεζες. Οι τιτλοποιήσεις των NPE έχουν σε μεγάλο βαθμό ολοκληρωθεί, η συμπεριφορά πληρωμών των πελατών έχει βελτιωθεί, και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο νέος δανεισμός και οι επενδύσεις τα τελευταία χρόνια έχουν περιοριστεί σε λίγους επιλεγμένους εταιρικούς τομείς με αυστηρά κριτήρια αναδοχής, μια πιθανή επιδείνωση των περιουσιακών στοιχείων θα πρέπει αναμφισβήτητα να είναι περιορισμένη από εδώ και πέρα», εξηγεί η JPM.
Η τράπεζα JPM εκτελεί μια μακροπρόθεσμη ανάλυση της ύφεσης με βάση το τεστ αντοχής της ΕΒΑ για το 2021, αντικατοπτρίζοντας τη μέθοδο που εφαρμόζει στις ευρωπαϊκές τράπεζες και τα ευρήματα επιβεβαιώνουν το θετικό αφήγημα: ενώ το κόστος των προβλέψεων (CoR) των ελληνικών τραπεζών θα αυξηθεί στις 127 μ.β. σε μια περίοδο 3 ετών έναντι των κανονικοποιημένων επιπέδων της τάξης των 60-70 μ.β., ο τομέας θα εξακολουθούσε να παράγει κοντά στο 7% αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων (ROTE), με ισχυρή στήριξη από τα επιτόκια. Οι δείκτες CET1 θα φαίνονται σταθεροί και θα προσφέρουν 3,8% απόθεμα ασφαλείας σε σχέση με τις ελάχιστες απαιτήσεις.
Οι αποτιμήσεις των 5,8 φορών σε όρους P/E θα φαίνονταν ελκυστικές, τόσο σε σχέση με την ανεπτυγμένη όσο και στην αναδυόμενη Ευρώπη, όπου οι αποτιμήσεις κατά μέσο όρο θα ήταν 12 και 11 φορές , αντίστοιχα σε όρους P/E, εξηγεί η JPM.
Πηγή: newmoney.gr