Πλεονάζουσα ρευστότητα, ύψους 7,4 δισ. ευρώ, η οποία κατά κύριο λόγο θα κατευθυνθεί ως επιβράβευση στους μετόχους, υγιή πιστωτική επέκταση και εντυπωσιακή μείωση των «κόκκινων» δανείων εμφάνισε το 9μηνο του 2023 η Εθνική Τράπεζα, η διοίκηση της οποίας ετοιμάζεται να αναθεωρήσει προς τα πάνω τις εκτιμήσεις για το 2025.
Σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της τράπεζας, κ. Παύλο Μυλωνά, ο οποίος μίλησε στους διεθνείς αναλυτές μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, επιδίωξη παραμένει αφενός, η διανομή μερίσματος από τα κέρδη του 2023, με ποσοστό εκκίνησης το 30% (σ.σ. έναντι αρχικής εκτίμησης μεταξύ 20% και 30%) και αφετέρου, η επαναγορά μετοχών. «Το πλεόνασμα κεφαλαίου προσφέρει στην τράπεζα σημαντική στρατηγική ευελιξία», ανέφερε χαρακτηριστικά, υπογραμμίζοντας πως η μελλοντική διανομή κεφαλαίου είναι πολύ σημαντική για την ΕΤΕ.
Εντυπωσιακές, ωστόσο, είναι οι επιδόσεις της τράπεζας και στο «μέτωπο» της αντιμετώπισης των «κόκκινων» δανείων, αφού κατάφερε να πιάσει τον στόχο για δείκτη NPE, ο οποίος είχε τεθεί με ορίζοντα το 2025. Πιο αναλυτικά, στην Ελλάδα τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα διαμορφώθηκαν σε 1,1 δισ. ευρώ το γ’ τρίμηνο του 2023, μειωμένα κατά 600 εκατ. ευρώ σε τριμηνιαία βάση, αντανακλώντας την περαιτέρω εξυγίανση του δανειακού χαρτοφυλακίου της τράπεζας μέσω συναλλαγών. Ο δείκτης NPE διαμορφώθηκε σε 3,6% στην Ελλάδα (3,7% σε επίπεδο Ομίλου), μειωμένος κατά περίπου 170 μ.β. σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και 230 μ.β. σε ετήσια βάση. «Οι εισροές ‘κόκκινων’ δανείων συνολικά από την αρχή του έτους ‘άγγιξαν’ τα 150 εκατ. ευρώ, στο μισό, δηλαδή, από τις εκτιμήσεις μας», σχολίασε ο κ. Μυλωνάς.
Όσον αφορά στην πιστωτική επέκταση, ο ίδιος υπογράμμισε πως ο στόχος για 1,5 δισ. ευρώ μέχρι τέλος του 2023 παραμένει, δηλώνοντας σίγουρος πως τα επόμενα τρίμηνα δεν θα υπάρξει επιβράδυνση. «Παρά την ταχεία αύξηση των επιτοκίων, η πιστωτική επέκταση παρέμεινε υγιής, σημειώνοντας αύξηση κατά 5% σε ετήσια βάση, αντανακλώντας την ισχυρή ζήτηση επιχειρηματικών δανείων», τόνισε χαρακτηριστικά, για να προσθέσει: «Δεν περιμένουμε επιβράδυνση της πιστωτικής επέκτασης και το ‘κλειδί’ βρίσκεται στην οικονομία. Υπάρχουν σχέδια σε εξέλιξη, ενώ το αμέσως επόμενο διάστημα θα υπάρξουν περισσότερες επενδύσεις στον κλάδο των οικιστικών ακινήτων». Αξίζει να αναφερθεί πως στο 9μηνο η ΕΤΕ εμφάνισε εκταμιεύσεις, ύψους 4,4 δισ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 9% σε ετήσια βάση. Ως προς το γ’ τρίμηνο, αυτές ενισχύθηκαν κατά 40%, σε 1,9 δισ. ευρώ, προερχόμενες κυρίως από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, τη ναυτιλία και τη χρηματοδότηση μεγάλων έργων (project finance). H ανάκαμψη των εκταμιεύσεων οφείλεται κυρίως στην εταιρική τραπεζική, με την τάση στη λιανικής να βαίνει βελτιούμενη.
MREL
Μετά την επιτυχή έκδοση ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης (Tier II), ύψους 500 εκατ. ευρώ, τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο δείκτης MREL του Ομίλου διαμορφώθηκε σε 24,5%, υπερβαίνοντας την ελάχιστη απαίτηση MREL του Ιανουαρίου του 2024, ύψους 22,7%, κατά περίπου 180 μ.β.. Στο πλαίσιο αυτό, η διοίκηση της ΕΤΕ τόνισε πως δεν υπάρχει ανάγκη για κάποια έκδοση στο άμεσο μέλλον, ούτε προοπτική για AT1. Με τις όποιες κινήσεις να τοποθετούνται το α’ τρίμηνο του 2024.
Επιτοκιακά έσοδα
Την άποψη πως η κορύφωση των επιτοκιακών εσόδων θα γίνει εμφανής το α’ τρίμηνο του 2024 εξέφρασε η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας.
Τα καθαρά έσοδα από τόκους της τράπεζας αυξήθηκαν κατά 6% σε τριμηνιαία βάση και ανήλθαν σε 563 εκατ. ευρώ το γ’ τρίμηνο του 2023, επωφελούμενα από την αύξηση του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ που είχε θετικό αντίκτυπο στα έσοδα από τόκους δανείων, παρά τη συμπίεση του δανειακού επιτοκιακού περιθωρίου, την αύξηση του κόστους προθεσμιακών καταθέσεων (σε όρους ευρώ) κατά 31 μ.β., σε 156μ.β., το γ’ τρίμηνο του 2023, καθώς και το υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης. Κατά συνέπεια, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο σημείωσε περαιτέρω ανάκαμψη κατά 26 μ.β. σε τριμηνιαία βάση και διαμορφώθηκε στις 319 μ.β..
Όσον αφορά στις καταθέσεις προθεσμίας, αυτές αποτελούν μόλις το 19% του συνόλου των καταθέσεων το γ’ τρίμηνο έναντι 18% το β’ τρίμηνο του 2023. Σύμφωνα με τη διοίκηση, η ισχυρή και σχετικά σταθερή βάση καταθέσεων πρώτης ζήτησης, η οποία αποτελείται κυρίως από λογαριασμούς ταμιευτηρίου, με μέσο υπόλοιπο περίπου 4.000 ευρώ/πελάτη αποτελεί ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της τράπεζας.