Ο ελληνικός τραπεζικός κλάδος έχει επιστρέψει στα ραντάρ των επενδυτών, όπως επισημαίνει η NBG Securities, η οποία και διατηρεί τη θετική της στάση για τις μετοχές του χάρη στους εξής παράγοντες: την επιτυχή υλοποίηση των μέχρι τώρα επιχειρηματικών τους σχεδίων και τη δραστική πρόοδο που έχουν σημειώσει στην ποιότητα του ενεργητικού, τη βελτιωμένη ρευστότητα και τις θέσεις χρηματοδότησής τους, τα υγιή κεφαλαιακά επίπεδα και τα επαρκή κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας, τα αυξημένα επίπεδα κάλυψης, καθώς και τις θετικές προοπτικές κερδών και τις προοπτικές διανομής μερισμάτων.
Όπως τονίζει η χρηματιστηριακή, οι ελληνικές τράπεζες έχουν παραμείνει στο περιθώριο και μόλις πρόσφατα φάνηκε να έχουν επιστρέψει στο επίκεντρο των επενδυτών. Έχοντας κερδίσει 30% και 10% τους τελευταίους τρεις μήνες και από τις αρχές του έτους, αντίστοιχα, οι ελληνικές τράπεζες διαπραγματεύονται πλέον 0,3-0,6 φορές τη λογιστική αξία TBV του 2024, με πιθανά περαιτέρω ανοδικά περιθώρια, κατά την άποψή της.
Με βάση τα παραπάνω, η NBG Securities επαναλαμβάνει την αξιολόγηση υπεραπόδοσης (outperform) λόγω τόσο των θεμελιωδών τους μεγεθών όσο και των αποτιμήσεών τους. “Είμαστε θετικοί σε όλες τις τράπεζες που καλύπτουμε για διαφορετικούς λόγους, καθώς πιστεύουμε ότι τα χαρακτηριστικά τους αντανακλώνται στις σχετικές αποτιμήσεις τους, με τις υψηλότερες τιμές-στόχους να αντικατοπτρίζουν κυρίως τις αναβαθμίσεις της κερδοφορίας”, τονίζει η χρηματιστηριακή. Η Τράπεζα Πειραιώς είναι η κορυφαία επιλογή της, κυρίως για λόγους αποτίμησης, καθώς βλέπει ένα πιο συναρπαστικό προφίλ ανταμοιβής-κινδύνου μετά τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειώσει στη βελτίωση των βασικών λειτουργικών στοιχείων του ενεργητικού.
Πιο αναλυτικά, η NBG Securities, δίνει τιμή-στόχο τα 2,35 ευρώ για την Πειραιώς από 1,85 ευρώ πριν, με περιθώρια ανόδου 48%, για την Eurobank το 1,40 ευρώ από 1,35 ευρώ προηγουμένως με περιθώρια ανόδου 22%, και για την Alpha Bank το 1,55 ευρώ από 1,45 ευρώ πριν, με περιθώριο ανόδου 36%.
Ο καταλύτης για τη σημαντική απόδοση των ελληνικών τραπεζών το 2023 είναι η αποεπένδυση του ΤΧΣ, όπως τονίζει. Ειδικότερα, σημειώνει πως το Ταμείο ετοιμάζεται να αποεπενδυθεί από τις ελληνικές τράπεζες, με τις πρώτες πωλήσεις μετοχών να αναμένονται το 2023. Παρά ορισμένες βραχυπρόθεσμες ανησυχίες και την αστάθεια στην αγορά που θα προκαλέσει η υπερπροσφορά των μετοχών, πιστεύει ότι αυτή η αποεπένδυση θα αποδειχθεί σημαντικός θετικός καταλύτης, αναδεικνύοντας την πλήρη ανάκαμψη των τραπεζών από τα χρόνια της ελληνικής χρηματοπιστωτικής κρίσης, ενώ θα οδηγήσει σε αύξηση του free float.
Πάντως, όπως τονίζει, η πολιτική σταθερότητα είναι απαραίτητη προϋπόθεση, κατά την άποψή της, για την καλή χρηματιστηριακή τους απόδοση. Συνολικά, αν και το πιο πιθανό είναι να υπάρξει και δεύτερος γύρος εκλογών, η χρηματιστηριακή αναμένει ένα φιλικό προς την αγορά αποτέλεσμα εκλογών, με χαμηλούς κινδύνους όσον αφορά τις καθυστερήσεις των μεταρρυθμίσεων και/ή μια ουσιαστική αλλαγή στις δημοσιονομικές και οικονομικές πολιτικές, που αναμφίβολα θα αποτελέσει θετικό καταλύτη για τις ελληνικές τράπεζες. Ωστόσο, ορισμένοι πολιτικοί κίνδυνοι παραμένουν καθώς οι πιστωτές της Ελλάδας απαιτούν συνετή δημοσιονομική πολιτική και εφαρμογή περαιτέρω θεσμικών και διαρθρωτικών οικονομικών μεταρρυθμίσεων.
Η δυνητική επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας θα πρέπει επίσης να βοηθήσει στις επιδόσεις των ελληνικών τραπεζών στο ταμπλό του Χρηματιστηρίου Αθηνών, όωπς σημειώνει. Όπως εκτιμά, η Ελλάδα θα καταφέρει να ανακτήσει το investment grade στο β΄εξάμηνο του 2023, μετά τις Γενικές Εκλογές την άνοιξη του 2023, που είναι ένας σημαντικός στόχος, ιδίως στο πλαίσιο της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής και των διεθνών χρηματοοικονομικών συνθηκών που είχαν ανοδική επίδραση στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Συνολικά, υποθέτοντας μία φιλική προς την αγορά έκβαση τω εκλογών, αναμένει πως η υλοποίηση επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας “Greece 2.0” και τη συνεχιζόμενη δημοσιονομική αξιοπιστία και σταθερότητα, θα διευκολύνουν αυτή την αναβάθμιση, η οποία, κατά την άποψή της, θα είναι καθοριστικός παράγοντας συμβάλλοντας στη μετατροπή της Ελλάδας σε ελκυστικό επενδυτικό προορισμό
Παράλληλα, η NBG Securities επισημαίνει πως οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημειώσει καλή πρόοδο στη μείωση των NPEs, από σχεδόν 50% (κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους του ευρώ) σε <10% τώρα. Επιπλέον, η κεφαλαιοποίησή τους έχει αρχίσει να ανακτά έδαφος, με τον μέσο όρο fully loaded δείκτη CET1 να βρίσκεται στο 14,2% το τρίτο τρίμηνο του 2022, από 12% το 2021 και από 13,6% το 2019. Καθώς το μεγαλύτερο μέρος της προγραμματισμένης διαδικασίας εκκαθάρισης δανείων έχει ήδη απορροφηθεί, η κεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών πρόκειται να επωφεληθεί από τη βελτιωμένη εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου στο μέλλον χάρη στη δημιουργία υψηλότερων εσόδων στο πλαίσιο των σταδιακά υψηλότερων επιτοκίων και της υγιούς δημιουργίας νέων δανείων, όπως προσθέτει.
Τέλος, η χρηματιστηριακή τονίζει πως οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν από τις πιο ευαίσθητες τράπεζες στα επιτόκια στην Ευρώπη. Ως εκ τούτου, τα υψηλότερα από τα αναμενόμενα επιτόκια θα επιταχύνουν την ανάκαμψη των καθαρών επιτοκιακών εσόδων (NII), καθιστώντας τις ελληνικές τράπεζες μεταξύ των μεγαλύτερων ωφελημένων στην Ευρώπη. “Αναμένουμε από τις ελληνικές τράπεζες να αρχίσουν σταδιακά να πληρώνουν κάποια μέτρια μερίσματα στους μετόχους, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι θα παραμείνουν άνετα πάνω από τις κεφαλαιακές απαιτήσεις”, καταλήγει η χρηματιστηριακή.
Πηγή: capital.gr