Ενάμιση μόλις χρόνο μετά την ψήφιση του νόμου που παρέχει φορολογικά κίνητρα για συγχωνεύσεις επιχειρήσεων, με σκοπό την αύξηση του μεγέθους τους, ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης μίλησε ξανά προ ημερών για την πρόθεση της κυβέρνησης να εφαρμόσει ισχυρότερα κίνητρα για τη μεγέθυνση των επιχειρήσεων.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, είναι σαφές ότι η αλλαγή του παραγωγικού προτύπου της χώρας πονοκεφαλιάζει την κυβέρνηση, καθώς αποδεικνύεται πιο δύσκολος στόχος από τη δημοσιονομική πειθαρχία.
Οι πραγματικές αιτίες
Ειδικά ο στόχος για αύξηση του μεγέθους των επιχειρήσεων μοιάζει τόσο δυσπρόσιτος όσο και αυτός για τη μείωση της φοροδιαφυγής. Ισως γιατί οι δύο συνδέονται μεταξύ τους. Οπως σχολιάζουν στελέχη συμβουλευτικών εταιρειών, οι βασικοί λόγοι για τους οποίους οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν συγκινούνται από τα κίνητρα για συγχωνεύσεις είναι δύο: Ο πρώτος είναι ότι οι ιδιοκτήτες τους δεν θέλουν να χάσουν τον έλεγχο της επιχείρησής τους, να βάλουν άλλο «αφεντικό» στο κεφάλι τους. Και ο δεύτερος είναι ότι η οικογενειακή κατά βάση δομή της μικρομεσαίας επιχείρησης της επιτρέπει να μην είναι απολύτως συνεπής στις φορολογικές της υποχρεώσεις, κάτι που αποτελεί μεγαλύτερο κίνητρο από τις όποιες φορολογικές ελαφρύνσεις προσφέρουν οι νομοθετικές ρυθμίσεις για την ενθάρρυνση των συγχωνεύσεων. Χωρίς να ισχύουν για όλες ανεξαιρέτως τις ΜΜΕ, οι διαπιστώσεις αυτές της αγοράς είναι τροφή για σκέψη του οικονομικού επιτελείου.
Τι προωθείται
Στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών έχουν βάλει κάτω τα δεδομένα που υπάρχουν από την εφαρμογή του νόμου 4935/22 και έχουν ανοίξει διάλογο με φορείς της αγοράς, όπως μεταφέρουν στελέχη του, προκειμένου να ενισχύσουν τα υφιστάμενα κίνητρα και να καλύψουν ενδεχόμενα κενά. Σύμφωνα με πληροφορίες από πηγές του, τα σχέδια περιλαμβάνουν τα εξής:
• Ψήφιση τους επόμενους μήνες νομοθετικής ρύθμισης που θα ενσωματώνει την Οδηγία 2009/133/ ΕΚ σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς που εφαρμόζεται στις συγχωνεύσεις, διασπάσεις, μερικές διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών που αφορούν εταιρείες διαφορετικών κρατών-μελών. Επίσης, η ρύθμιση θα επικαιροποιεί και θα ενοποιεί τη φορολογική αντιμετώπιση των μετασχηματισμών εταιρειών.
• Επέκταση του ευνοϊκού πλαισίου του ν. 4935/22 για την προώθηση των συγχωνεύσεων, ώστε να καλύπτει και την απορρόφηση μικρών από μεγαλύτερες επιχειρήσεις, καθώς σήμερα αυτό εστιάζεται μόνο στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Σημειώνεται ότι ο ν. 4935/22 προβλέπει μείωση φορολογίας κατά 30%-50% στη νέα εταιρεία που θα δημιουργηθεί από τη συγχώνευση για 9 έτη.
• Παροχή κινήτρων για τη χρηματοδότηση επιχειρήσεων που βρίσκονται σε στάδιο ανάπτυξης, έχοντας ξεπεράσει το πρώτο στάδιο της δημιουργίας τους. Αυτό αφορά τις startups και όχι μόνο, όπως εξηγούν.
Για τις δύο τελευταίες πρωτοβουλίες, οι όποιες νομοθετικές ρυθμίσεις θα γίνουν σε δεύτερο χρόνο.
Η «ραχοκοκαλιά» όπως ονομάζεται της ελληνικής οικονομίας, αφού αντιπροσωπεύει το 99,9% του αριθμού των επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα, έχει σε ορισμένες περιπτώσεις τα πλεονεκτήματά της. Ωστόσο, η κυριαρχία ιδίως των πολύ μικρών επιχειρήσεων στην ελληνική οικονομία, αποτελεί παράγοντα χαμηλής παραγωγικότητας και εσωστρέφειας, όπως έχουν τονίσει κατ’ επανάληψιν όλοι οι μελετητές της, από την Επιτροπή Πισσαρίδη, έως τον ΟΟΣΑ.
«Η εκτεταμένη παρουσία μονοπρόσωπων και πολύ μικρών επιχειρήσεων αποτελεί κυρίαρχο και προβληματικό χαρακτηριστικό, καθώς η παραγωγικότητα στις επιχειρήσεις αυτές είναι γενικά χαμηλή και υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου», υποστήριξε πρόσφατα σε συνέδριο της ΓΣΕΒΕΕ ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας. Πρόσθεσε πάντως ότι σε παραδοσιακούς κλάδους, όπως το λιανικό εμπόριο, ο τουρισμός, η εστίαση, ο πολιτισμός και η ψυχαγωγία, η παρουσία μικρών επιχειρήσεων με ειδικά χαρακτηριστικά μπορεί να βοηθήσει στην ποιοτική εξειδίκευση και να προσφέρει σημαντική αξία.
Χαμηλή παραγωγικότητα
«Η ελληνική οικονομία κυριαρχείται από μικρές επιχειρήσεις με χαμηλή παραγωγικότητα και περιορισμένη αναπτυξιακή δυναμική, που συμπαρασύρουν προς τα κάτω τη γενική παραγωγικότητα», υποστήριζε την περασμένη εβδομάδα η έκθεση του ΟΟΣΑ για τις μεταρρυθμίσεις (Going for Growth), στο ειδικό κεφάλαιο για την Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης για το 2022, στην Ελλάδα η παραγωγικότητα της εργασίας (σε ΑΕΠ ανά εργαζόμενο) είναι 63,4 δολάρια, έναντι 89,1 δολάρια κατά μέσον όρο στον ΟΟΣΑ και 144,5 δολάρια στις 5 χώρες του ΟΟΣΑ με τις καλύτερες επιδόσεις.
Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat, εξάλλου, δείχνουν ότι η παραγωγικότητα των πολύ μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα αντιστοιχεί μόλις στο 17% αυτής των μεγάλων, ενώ στην Ε.Ε. αντιστοιχεί στο 48%.
Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν το 83,5% της απασχόλησης, έναντι 64,3% στην Ε.Ε. και το 57% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας της ελληνικής οικονομίας, έναντι 41,7% στην Ε.Ε. Μάλιστα, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο αριθμός τους αυξήθηκε μετά την πανδημία κατά 3,6% και η απασχόληση σ’ αυτές κατά 5,1%. Σχολιάζοντας τα στοιχεία της έκθεσης αυτής, η Alpha Bank στο Εβδομαδιαίο Δελτίο της στις 26 Ιουλίου σημείωνε: «Η παραγωγικότητα είναι συνάρτηση του μεγέθους των επιχειρήσεων. Η αύξηση συνεπώς του μέσου μεγέθους των μικρομεσαίων επιχειρήσεων θα μπορούσε να δημιουργήσει σημαντικές οικονομίες κλίμακας, με τα νέα μεγαλύτερα επιχειρηματικά σχήματα να έχουν, ceteris paribus, υψηλότερη πιστοληπτική επιφάνεια και τη δυνατότητα να επενδύσουν σε τομείς που θα ενισχύσουν περαιτέρω την παραγωγικότητά τους, καθιστώντας τα πιο ανταγωνιστικά». Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δανείζονται με μέσο επιτόκιο 1,5 μονάδα υψηλότερο από τις μεγάλες.