Πέθανε σε ηλικία 91 ετών, ο Ράινερ Γκουτ, ο άνθρωπος που σχεδίασε τις συγχωνεύσεις και τις εξαγορές που μετέτρεψαν την ελβετική Credit Suisse Group AG σε μια παγκόσμια επενδυτική τράπεζα, σε ένα φιλόδοξο project που εξαιρετικά δύσκολο για τις επόμενες γενιές στελεχών να ακολουθήσουν.
Η ελβετική εφημερίδα Neue Zürcher Zeitung έγραψε ότι ο Γκουτ άφησε την τελευταία του πνοή στις 11 Οκτωβρίου, χωρίς ωστόσο να δώσει λεπτομέρειες για τις συνθήκες του θανάτου του .
Ο γεννημένος στην Ελβετία Γκουτ, του οποίου η καριέρα περιελάμβανε και κάποιες θητείες στη Wall Street, κατείχε κορυφαίες θέσεις στην Credit Suisse για 23 χρόνια, από το 1971 έως το 2000.
Υπό την ηγεσία του, σχεδόν 20 εταιρείες εντάχθηκαν στην αυτοκρατορία της Credit Suisse. Η τράπεζα αγόρασε ή ανέλαβε τον έλεγχο οντοτήτων συμπεριλαμβανομένης της First Boston Corp. το 1988, της ελβετικής τράπεζες Leu το 1990, της Volksbank το 1993, του δεύτερου μεγαλύτερου ασφαλιστή της Ελβετίας, Winterthur Insurance Group, το 1997, της μονάδας διαχείρισης χρημάτων της επενδυτικής τράπεζας της Νέας Υόρκης Warburg Pincus το 1999 και της Donaldson, Lufkin & Jenrette το 2000.
Το 1998, τα περιουσιακά στοιχεία της Credit Suisse ξεπέρασαν εκείνα της Swiss Bank Corp και της Union Bank of Switzerland, εκπληρώνοντας τον στόχο του Γκουτ να καταστήσει το ίδρυμά του Νο. 1 ανάμεσα στις «τρεις μεγάλες» ελβετικές τράπεζες. Αμέσως μετά, η Swiss Bank και η Union Bank συγχωνεύθηκαν για να δημιουργήσουν σήμερα αυτό που είναι σήμερα η UBS AG.
O Γκουτ ήταν παράλληλα, μέλος μιας ελίτ ομάδας επιχειρηματιών που μεταμόρφωσαν την οικονομία της Ελβετίας και την έβαλαν στον παγκόσμιο χάρτη.
Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ευαίσθητη διαμάχη για το πώς ενήργησαν οι ελβετικές τράπεζες κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Υπήρχαν κατηγορίες ότι ορισμένες ελβετικές τράπεζες είχαν κρατήσει περιουσιακά στοιχεία που είχαν κατατεθεί από Εβραίους πριν σκοτωθούν στο Ολοκαύτωμα και είχαν βοηθήσει το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας να ξεπλύνει χρυσό που είχε λεηλατηθεί από άλλες χώρες.
Η έγκαιρη υποστήριξη του Γκουτ για τη δημιουργία ενός ταμείου υπέρ των θυμάτων του Ολοκαυτώματος – ανεξαρτήτως θρησκευτικού υπόβαθρου – έθεσε τις βάσεις για τον διακανονισμό του 1998, με τον οποίο η Credit Suisse και η UBS συμφώνησαν να καταβάλουν 1,25 δισεκατομμύρια δολάρια σε επιζώντες του Ολοκαυτώματος και τους κληρονόμους τους, με αντάλλαγμα την απόσυρση των αγωγών.
Γεννήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1932 στο Baar, ένα χωριό στο καντόνι Zug της κεντρικής Ελβετίας, ένα από τα επτά παιδιά του Emil Gut και της πρώην Rosa Mueller. Ο πατέρας του εργαζόταν σε μια περιφερειακή τράπεζα, την Zuger Kantonalbank, και έφτασε μέχρι την υψηλότερη εκτελεστική θέση, τη θέση του διευθυντή, σύμφωνα με βιογραφία του 2003 των René Lüchinger και Erik Nolmans.
Όπως και ο πατέρας του, ο Γκουτ φοίτησε στο σχολείο του Καντονιού του Zug. Έπαιζε χάντμπολ, έκανε σκι και έμαθε να παίζει πιάνο, μια δεξιότητα που θα επιδείκνυε κατά καιρούς στη μετέπειτα επαγγελματική του ζωή.
Από νωρίς το ενδιαφέρον του να γίνει ζωγράφος, αλλά αποφάσισε αντ’ αυτού να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του στον τραπεζικό τομέα, σύμφωνα με τους Lüchinger και Nolmans.
Όπως και ο πατέρας του, ξεκίνησε ως μαθητευόμενος στην Zuger Kantonbank, αλλά το 1956 μετακόμισε στο Λονδίνο με την Josephine Lorenz, ένα αμερικανικό πρώην μοντέλο που είχε γνωρίσει λίγο νωρίτερα στη Ζυρίχη. Ένα χρόνο αργότερα παντρεύτηκαν στο Baar. Απέκτησαν τέσσερα παιδιά.
Ξεκίνησε την καριέρα του στην Union Bank of Switzerland, η οποία τον έστειλε στη Νέα Υόρκη, όπου εντάχθηκε στη Lazard Freres & Co. και έγινε συνέταιρος υπό τον André Meyer.
Οι εμπειρίες του στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη απέδωσαν καρπούς όταν η Schweizerische Kreditanstalt – η αρχική ονομασία της Credit Suisse – έψαχνε για έναν τραπεζίτη με διεθνή εμπειρία για να ηγηθεί μιας ώθησης στην επενδυτική τραπεζική. Δύο χρόνια μετά την ένταξή του στην Credit Suisse για να διευθύνει την επενδυτική τράπεζα των ΗΠΑ, διορίστηκε στο διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας στην Ελβετία.
Η μεγάλη του ευκαιρία ήρθε το 1977, όταν η Credit Suisse αντιμετώπιζε κρίση.
Σε αυτό που έγινε γνωστό ως η υπόθεση Chiasso, ο διευθυντής του υποκαταστήματος της τράπεζας στο Chiasso, μια μικρή πόλη στα σύνορα της Ελβετίας με την Ιταλία, είχε διοχετεύσει παράνομα το ισοδύναμο των 880 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ σε μια εταιρεία χαρτοφυλακίου που ήταν εγγεγραμμένη στο Λιχτενστάιν και την οποία ήλεγχε.
Παρακάμπτοντας μια χούφτα πιο υψηλόβαθμων στελεχών, η τράπεζα διόρισε τον Γκουτ, ένα από τα λίγα στελέχη που δεν είχαν “μολυνθεί” από το σκάνδαλο, ως πρόεδρο του εκτελεστικού συμβουλίου. Ο ρόλος αυτός, που προσομοιάζει με τον διευθύνοντα σύμβουλο, έδωσε στον Ράινερ Γκουτ τη δυνατότητα να ασκεί επιρροή στην τράπεζα για το μεγαλύτερο μέρος των επόμενων τριών δεκαετιών.
Για να εμπνεύσει ένα αποθαρρυμένο εργατικό δυναμικό στην ετήσια συνέλευση της τράπεζας το 1978, ο Γκουτ απήγγειλε το ποίημα If του Rudyard Kipling, το οποίο αναφέρεται στην υπέρβαση των αντιξοοτήτων. Ο στόχος του ήταν να “δώσει στους συναδέλφους μου λίγη ενθάρρυνση και να τους αποτρέψει από το να χάσουν το κεφάλι τους”, δήλωσε στον συγγραφέα Steven Davis για το Leadership in Financial Services: Μαθήματα για το μέλλον (1997). “Είχαμε ένα τεράστιο franchise και δεν υπήρχε λόγος να απελπιστούμε”.
Ο Ράινερ Γκουτ ανέλαβε τον πρόσθετο ρόλο του προέδρου το 1983, μετά την αποχώρηση του Oswald Aeppli.
Καθώς οι αγορές πήραν την κατιούσα το 2001 και το 2002, η αυτοκρατορία που είχε χτίσει ο Γκουτ για την Credit Suisse σχεδόν κατέρρευσε.
Οι εξαγορές του, ορισμένες από τις οποίες έγινα στο αποκορύφωμα της αγοράς, έφεραν μαζί τους τρομερά χρέη και ζημίες και βύθισαν την τράπεζα στο κόκκινο. Ο διάδοχος και προστατευόμενός του, Lukas Muehlemann, απομακρύνθηκε. Έτσι ξεκίνησε μια συνεχής εναλλαγή από διευθύνοντες συμβούλους.
Σπάνια εμφανιζόταν δημοσίως μετά την αποχώρησή του από την τράπεζα, ωστόσο ο Γκουτ έκανε μια αιφνιδιαστική εμφάνιση σε μια συνέλευση των μετόχων το 2015 για να καλωσορίσει τον τότε διευθύνοντα σύμβουλο Tidjane Thiam, που μόλις είχε διοριστεί για να αναλάβει τα ηνία της τράπεζας.