Σε δύο «ταχύτητες» θα κινηθεί το 2024 η αγορά των servicers, με κάποιες από τις εταιρείες να κατεβάζουν… ρολά και κάποιες άλλες να αυξάνουν τα υπό διαχείριση χαρτοφυλάκιά τους, αποκτώντας τα ορφανά «κόκκινα» δάνεια των πρώτων, αλλά και εκείνα που σχεδιάζουν να πουλήσουν/τιτλοποιήσουν οι τράπεζες την επόμενη χρονιά.
«Κοιτώντας κάποιος τη λίστα με τους servicers που έχουν λάβει τη σχετική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) και τα χαρτοφυλάκια που ο καθένας διαχειρίζεται δεν είναι δύσκολο να συμπεράνει ποιοι τελικά θα καταφέρουν να «σηκώσουν» το βάρος των νέων υποχρεώσεων που «γεννά» το νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών», σχολιάζουν στο newmoney πηγές με γνώση, υπενθυμίζοντας πως στην περίπτωση μη συμμόρφωσης εκτός από τα πρόστιμα, ύψους 500.000 ευρώ, ο επόπτης έχει το δικαίωμα να προχωρά ακόμη και σε ανάκληση της άδειας λειτουργίας.
«Στην περίπτωση αυτή θα ακολουθηθεί η ίδια διαδικασία με τις τράπεζες. Η ΤτΕ, δηλαδή, θα καλέσει τους ενδιαφερόμενους για τα χαρτοφυλάκια που διαχειρίζονταν οι επίμαχες εταιρείες, προκειμένου εν συνεχεία, να δρομολογήσει τη μεταβίβασή τους», προσθέτουν οι ίδιες πηγές. Και μπορεί αυτό να μην επηρεάζει – τουλάχιστον επί της ουσίας – τους δανειολήπτες, εντούτοις αλλάζει τις ισορροπίες στην αγορά των servicers, αφού κάποιοι εξ αυτών θα έχουν την ευκαιρία να διεκδικήσουν μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας, αυξάνοντας σημαντικά τον όγκο των εργασιών τους.
Υπενθυμίζεται πως η ΤτΕ έχει χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε συνολικά 26 εταιρείες διαχείρισης, εκ των οποίων σήμερα λειτουργούν οι 23. Ο βαθμός δραστηριοποίησής τους, ωστόσο, διαφοροποιείται σημαντικά, με αποτέλεσμα οι τρεις μεγαλύτερες εταιρείες (DoValue, Intrum, Cepal) να κατέχουν σωρευτικό μερίδιο αγοράς 83% με βάση τη συνολική αξία των υπό διαχείριση ανοιγμάτων έναντι 15 εταιρειών που καταγράφουν ελάχιστη έως μηδαμινή δραστηριότητα (μερίδιο μικρότερο του 1%). Πιο αναλυτικά, κατά την 31η Δεκεμβρίου 2022 η doValue διέθετε υπό διαχείριση χαρτοφυλάκιο μεγαλύτερο των 32 δισ. ευρώ, ενώ στα 24,9 δισ. ευρώ ανερχόταν το ίδιο διάστημα το συνολικό χαρτοφυλάκιο δανείων που διαχειριζόταν η Intrum Hellas. Περιουσιακά στοιχεία υπό διαχείριση, ύψους 26,4 δισ. ευρώ, διέθετε στα τέλη του 2022 η Cepal, με την Qualco να έχει υπ’ ευθύνη της χαρτοφυλάκια, ύψους 7,5 δισ. ευρώ (σ.σ. χωρίς να υπολογίζεται το project Pillar, ύψους 2,5 δισ. ευρώ, που «πέρασε» στην ίδια κατόπιν σχετικής απόφασης της Pimco).
Την ίδια στιγμή, σε αντίθεση με ό, τι ισχύει στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου η αγορά των «κόκκινων» δανείων φέρεται να έχει ατονήσει, στην Ελλάδα υπάρχει κινητικότητα, τόσο πρωτογενώς, όσο και δευτερογενώς. «Υπολογίζεται ότι το 2024 θα βγουν στην αγορά – μέσω πωλήσεων ή τιτλοποιήσεων – ‘κόκκινα’ δάνεια, ύψους περίπου 10 δισ. ευρώ, ενώ οι συναλλαγές στη δευτερογενή αγορά θα κυμανθούν στα πέντε δισ. ευρώ», τονίζουν στο newmoney οι ίδιες πηγές. Υπενθυμίζεται ότι στον νέο «Ηρακλή» θα ενταχθούν, τόσο οι εκκρεμείς τιτλοποιήσεις (Frontier II, Sunrise III και Solar), όσο και νέες, όπως, για παράδειγμα το Frontier III της Εθνικής Τράπεζας, αλλά και εκείνες των Attica Bank και Παγκρήτιας Τράπεζας, ενώ οι τράπεζες δρομολογούν και μικρότερες πωλήσεις χαρτοφυλακίων που θα τις βοηθήσει να προσεγγίσουν τον δείκτη NPE της Ευρώπης.
Παράλληλα, το ενδιαφέρον των servicers κεντρίζει και το project Alphabet της PQH, ύψους 4,8 δισ. ευρώ. Πρόκειται, ουσιαστικά, για το παλιό χαρτοφυλάκιο «Αριάδνη», στο οποίο έχει αλλάξει η δομή, «σπάζοντας» σε τρία υποχαρτοφυλάκια, ήτοι ένα στεγαστικό που περιλαμβάνει 26.000 συμβάσεις με 36.000 δάνεια από 17.000 οφειλέτες, συνολικής απαίτησης 2,8 δισ. ευρώ και ονομαστικής αξίας 1,4 δισ. ευρώ, ένα επιχειρηματικό που αφορά σε 10.000 συμβάσεις και 13.000 δάνεια περίπου 7.000 οφειλετών, συνολικής απαίτησης 7,1 δισ. ευρώ και λογιστικής αξίας 2,1 δισ. ευρώ και ένα με χαμηλές ή χωρίς εξασφαλίσεις που αφορά σε 22.000 συμβάσεις, με 30.000 δάνεια από 18.000 οφειλέτες.
Η λογιστική αξία «αγγίζει» το 1,3 δισ. ευρώ, ενώ οι απαιτήσεις ξεπερνούν τα 4,8 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με πληροφορίες, «παρών» στη διαδικασία, μέσω της υποβολής μη δεσμευτικών προσφορών, έδωσαν οι Bain Capital, Fortress και Davidson Kempner, ενώ στη «μάχη» της διεκδίκησης είναι πολύ πιθανό να βρεθούν, τόσο η γερμανική EOS που είχε αποκτήσει το project Virgo από την doValue, όσο και η Intrum (κυρίως για το καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο).
Όσον αφορά στη δευτερογενή αγορά, σύμφωνα με σχετική ανάλυση της White & Case, καθώς οι επενδυτές εστιάζουν στα χαρτοφυλάκια που αποκτήθηκαν τα τελευταία λίγα χρόνια υπάρχει σημαντική δυνατότητα για πωλήσεις, ιδιαίτερα για μικρότερα χαρτοφυλάκια ή πακέτα δανείων. Όπως εξηγούν στελέχη των servicers, άλλωστε, η ομαλή λειτουργία της επίμαχης αγοράς αφενός, συμβάλλει στην εκπλήρωση των επιχειρηματικών σχεδίων των τιτλοποιήσεων και αφετέρου, αποτελεί ένδειξη της επιστροφής της χώρας στην οικονομική κανονικότητα.
Δύο «ταχύτητες» και στα δάνεια
Τη νέα δυνατότητα που τους δίνει το νομοσχέδιο για αναχρηματοδότηση δανείων «ζυγίζουν» οι servicers, με κάποιους να προτίθενται να την αξιοποιήσουν και κάποιους άλλους να μην επιθυμούν να αναλάβουν τέτοιο ρίσκο. Οι τελευταίοι, πάντως, έχουν ήδη δρομολογήσει συνεργασίες με επενδυτικά σχήματα (DPOs) που αναλαμβάνουν να παρέχουν χρηματοδότηση στους δανειολήπτες, οι οποίοι ενώ επιθυμούν να διευθετήσουν εφάπαξ τις οφειλές τους εντούτοις δεν διαθέτουν την απαιτούμενη ρευστότητα να το πράξουν.
Η διαδικασία έχει ως εξής: Έστω, για παράδειγμα, ένα δάνειο 100.000 ευρώ, με ενέχυρο ακίνητο, ύψους 150.000 ευρώ. Ο δανειολήπτης θα μπορεί να αγοράσει το επίμαχο δάνειο έναντι 50.000 ευρώ («κούρεμα» 50%), λαμβάνοντας χρηματοδότηση από ένα τέτοιο σχήμα. Έτσι, ο μεν, servicer θα λαμβάνει το ποσό του δανείου, ο δανειολήπτης θα πετυχαίνει σημαντικό «κούρεμα» και μία δεύτερη ευκαιρία για το ακίνητό του (σ.σ. συνεχίζοντας να οφείλει στο DPO, αλλά το μισό της οφειλής), ενώ οι επενδυτές θα αποκτούν μία πηγή εσόδων, αναθέτοντας τη διαχείριση στον servicer.
Οι εταιρείες διαχείρισης, άλλωστε, λειτουργούν το τελευταίο διάστημα ως…ενδιάμεσοι για τη διευκόλυνση όσων επιθυμούν να αγοράσουν κάποιο από τα ακίνητα που έχει περιέλθει σε αυτές μέσω πλειστηριασμών, αλλά δεν έχουν τα απαιτούμενα κεφάλαια, προκειμένου να αιτηθούν χορήγησης δανείου από τις τράπεζες.