Societe Generale για ενεργειακή κρίση: Μην περιμένετε άλλο «μπαζούκα» από την Ε.Ε.

Την ώρα που η καθημερινή ειδησεογραφία είναι γεμάτη από σχέδια και προτάσεις για το πώς θα μπορούσε η Ευρωπαϊκή Ένωση να βοηθήσει τις χώρες να περιορίσουν τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης, η Societe Generale προειδοποιεί ότι ένα «μπαζούκα», δηλαδή ένα μεγάλο σχέδιο επιδοτήσεων είναι απίθανο, τόσο για πολιτικούς όσο και για τεχνικούς λόγους.

Με δεδομένες τις χρονοβόρες διαδικασίες της Ευρώπης, η υιοθέτηση ενός τέτοιου σχεδίου έτσι και αλλιώς δεν ενδείκνυται την ώρα που οι χώρες είναι αντιμέτωπες με μία άμεση κρίση, σημειώνει ο οικονομολόγος του οίκου, Yvan Mamalet.

Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμά ότι η Ε.Ε. ίσως να καταλήξει σε ένα πρόγραμμα δανείων ή στη λύση της ανακατεύθυνσης του εργαλείου REPowerEU προς τα μέτρα αντιμετώπισης της ακρίβειας, αφού μία τέτοια επιλογή μπορεί να εφαρμοστεί πιο γρήγορα (σε 6-7 μήνες).

Σε ό,τι αφορά τα σχέδια για πλαφόν στα έσοδα των παραγωγών ενέργειας, η Societe Generale τονίζει πως αυτή η λύση μπορεί να συγκεντρώσει κάποια κεφάλαια, αλλά όχι τόσα όσα προσδοκά η Κομισιόν.

Οι πιθανές λύσεις

Το REPowerEU: Το πρόγραμμα προτάθηκε από την Κομισιόν τον Απρίλιο, μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, με στόχο την απεξάρτηση της Ε.Ε. από το ρωσικό φυσικό αέριο. Το σχέδιο είναι ύψους 300 δισ. ευρώ, με τα τρία τέταρτα σε δάνεια και τα υπόλοιπα σε επιδοτήσεις. Μόνο 20 δισ. ευρώ από τις επιδοτήσεις θα είναι φρέσκο χρήμα, ενώ τα υπόλοιπα 55 δισ.  ευρώ θα προέλθουν από την ανακατεύθυνση κονδυλίων του κοινοτικού προϋπολογισμού και 225 δισ. ευρώ σε δάνεια θα δοθούν από τα κονδύλια του NGEU που έχουν μείνει ανεκμετάλλευτα.

Ενώ κάποια δημοσιεύματα λένε ότι η ανακατεύθυνση του σχεδίου προς βραχυπρόθεσμα μέτρα στήριξης έναντι της ενεργειακής κρίσης δεν θα ήταν ιδιαίτερα πολύπλοκη, η Societe Generale εμφανίζεται πιο επιφυλακτική. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν πέρασαν τους τελευταίους έξι μήνες στήνοντας το fund μόνο και μόνο για να το αλλάξουν ριζικά την τελευταία στιγμή, εξηγεί ο Mamalet.

Πλαφόν στα έσοδα του ενεργειακού κλάδου: Οι υπουργοί Ενέργειας της Ε.Ε. έχουν συμφωνήσει ένα πλαφόν στα έσοδα των παραγωγών ενέργειας χαμηλού κόστους. Τα κεφάλαια που θα συγκεντρωθούν από τη διαφορά ανάμεσα στο πλαφόν και την πραγματική τιμή, καθώς και από την συνεισφορά των εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου, θα χρησιμοποιηθούν για την ενίσχυση των πιο ευάλωτων καταναλωτών. Η Κομισιόν υπολογίζει τα έσοδα αυτά γύρω στα 140 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 25 δισ. ευρώ θα προέλθουν από την φορολόγηση των υπερ-εσόδων των εταιρειών πετρελαίου και αερίου.

Η Societe Generale, όμως, θεωρεί το ποσό αυτό υπερ-αισιόδοξο. Η φορολογική βάση για τις εταιρείες πετρελαίου και αερίου είναι περιορισμένη, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των κερδών τους προέρχεται από εργασίες εξόρυξης που πραγματοποιούνται εκτός της Ε.Ε., σημειώνει.

Επιπλέον, τα πρόσθετα κέρδη του κλάδου τον τελευταίο χρόνο, σε σχέση με τα ποσά των 10 τελευταίων ετών πριν από την πανδημία, ισοδυναμούν μόνο σε 100 δισ. ευρώ, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις (π.χ. Γαλλία), οι βασικές εταιρείες παραγωγής ρεύματος έχουν αναγκαστεί να πουλάνε σε τιμές προ-κρίσης, την  ώρα που αγοράζουν στις τρέχουσες –υψηλές- τιμές χονδρικής, με αποτέλεσμα να καταγράφουν σημαντικές ζημιές.

Επιπλέον, το πλαφόν στα έσοδα ενέχει και ρίσκο εφαρμογής, ειδικά καθώς θα επιβάλλεται σε εθνικό επίπεδο, με τις χώρες στη συνέχεια να καλούνται να μοιραστούν τα χρήματα αυτά με κράτη χαμηλής ενεργειακής παραγωγής.

Το SURE 2.0: Η Ε.Ε. έχει εφαρμόσει το πρόγραμμα SURE για να στηρίξει την αγορά εργασίας έναντι των επιπτώσεων της πανδημίας το 2020. Το ύψους 100 δισ. ευρώ πρόγραμμα δανείων χρειάστηκε λιγότερους από έξι μήνες για να καταστεί πλήρως λειτουργικό, καθώς η διαδικασία ήταν γρήγορη για τα δεδομένα της Ε.Ε.

Ένα παρόμοιο σχέδιο μπορεί να εξεταστεί τους επόμενους μήνες και θα πρέπει να περάσει από την ίδια διαδικασία, κάτι που σημαίνει ότι δεν θα είναι έτοιμο νωρίτερα από τα τέλη του χειμώνα, σημειώνει η Societe Generale.

Κυρίως, όμως, ο οίκος στέκεται στην εκτίμηση ότι το risk sharing σε ένα τέτοιο πρόγραμμα είναι πολύ περιορισμένο, καθώς τα δάνεια εξακολουθούν να αυξάνουν το χρέος των χωρών και θα πρέπει να αποπληρωθούν. Έστω και έτσι, πάντως, αποτελούν μία ευπρόσδεκτη μείωση του κόστους χρηματοδότησης για περίπου τις μισές από τις χώρες της Ευρωζώνης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.

Πηγή: moneyreview.gr

Exit mobile version