Στεγαστικά δάνεια: Δίκοπο μαχαίρι για δανειολήπτες και τράπεζες το πλαφόν στα επιτόκια

Ο κίνδυνος της ξαφνικής αύξησης του κόστους εξυπηρέτησης και κατ’ επέκταση, επιδείνωσης της ποιότητας ενεργητικού μετά τη λήξη του σχετικού προγράμματος τον ερχόμενο Απρίλιο, είναι κάτι παραπάνω από ορατός – Το «καμπανάκι» από Fitch και ο ρόλος – κλειδί της ΕΚΤ

Σε… δίκοπο μαχαίρι εξελίσσεται, τόσο για τους δανειολήπτες, όσο και για τις τράπεζες, το πλαφόν στα επιτόκια των στεγαστικών δανείων, με τον κίνδυνο μιας ξαφνικής αύξησης του κόστους εξυπηρέτησης και κατ’ επέκταση, επιδείνωσης της ποιότητας ενεργητικού μετά τη λήξη του προγράμματος να είναι κάτι παραπάνω από ορατός, απειλώντας με εκτροχιασμό τους στόχους μείωσης των «κόκκινων» δανείων.

Το πρόβλημα ανέδειξε ο οίκος Fitch Ratings σε πρόσφατο report του για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Το πλαφόν στα επιτόκια των στεγαστικών δανείων περιορίζει τις πιέσεις στους δανειολήπτες από την αύξηση του κόστους δανεισμού, την ίδια ώρα, όμως, αποκρύπτει την πραγματική ικανότητα του δανειολήπτη να εξυπηρετήσει το χρέος και θα μπορούσε να οδηγήσει σε ξαφνική επιδείνωση της ποιότητας ενεργητικού, εάν τα επιτόκια έχουν αυξηθεί σημαντικά όταν θα λήξει το πρόγραμμα αυτό».

Σύμφωνα με την απόφαση των τραπεζών, το πλαφόν στα επιτόκια (2,70% για το Euribor ενός μηνός, 2,85% για το Euribor τριών μηνών, 3,30% για το επιτόκιο ΕΚΤ (MRO) και 1,20% για το επιτόκιο Saron – Swiss Average Rate Overnight – βάσει του οποίου προκύπτουν τα αντίστοιχα Libor για το ελβετικό φράγκο) θα διαρκέσει έως και τον Απρίλιο του 2023. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως την επομένη της λήξης του προγράμματος η τιμολόγηση των επίμαχων δανείων θα γίνεται με βάση το επιτόκιο, όπως θα έχει διαμορφωθεί τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) διστάζει να βάλει «φρένο» στην αυστηρή νομισματική της πολιτική, με την αποκλιμάκωση των επιτοκίων να τοποθετείται για αργότερα μέσα στο 2024, οι δανειολήπτες θα δουν τη δόση τους όχι μόνο να επανέρχεται στα προ του προγράμματος επίπεδα, αλλά να έχει εκτοξευτεί! Ήδη σήμερα, με τις αυξήσεις που έχουν εφαρμοστεί, το κόστος ενός στεγαστικού δανείου έχει ανέβει σημαντικά.

Ενδεικτικά, σε δάνειο, ύψους 100.000 ευρώ, που έχει ως βάση του το Euribor τριμήνου+spread της τράπεζας, τον περασμένο Ιούλιο, πριν, δηλαδή, ξεκινήσει το… τρενάκι του τρόμου με τις αυξήσεις, το τελικό επιτόκιο ήταν 2,5%, με τη μηναία δόση να ορίζεται στα 672 ευρώ για 15 χρόνια, 536 ευρώ για 20 χρόνια και 401 ευρώ για 30 χρόνια. Σήμερα, το επιτόκιο έχει ήδη «σκαρφαλώσει» στο 6%, με τη δόση – εάν δεν ίσχυε το πλαφόν από πλευράς των τραπεζών – να διαμορφωνόταν στα 850 ευρώ, 723 ευρώ και 607 ευρώ αντίστοιχα.

Δεδομένου ότι η ΕΚΤ δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει τις προθέσεις της, με τους επενδυτές να έχουν ήδη ποντάρει σε ακόμη δύο επιτοκιακές αυξήσεις των 25 μονάδων βάσης -μία την προσεχή εβδομάδα και μία τον Σεπτέμβριο- γεγονός που θα ωθήσει το επιτόκιο καταθέσεων στο 4%, το κόστος του επίμαχου δανείου θα ανέβει περαιτέρω. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και εάν ξεκινήσει νωρίτερα η αποκλιμάκωση των επιτοκίων, οι δανειολήπτες θα βρεθούν αντιμέτωποι με μία ξαφνική αύξηση του χρέους τους.

Μία τέτοια εξέλιξη -εφόσον, βέβαια, δεν δοθεί παράταση στο επίμαχο πρόγραμμα ή οι τράπεζες αποφασίσουν να συνεχίσουν την προστασία, έστω και κατά περίπτωση- είναι πιθανό να οδηγήσει σε αδυναμία εξυπηρέτησης και άρα, αύξησης των «κόκκινων» δανείων που σχετικά πρόσφατα κατάφεραν να θέσουν υπό έλεγχο οι τράπεζες.

Τον κίνδυνο αυτόν φαίνεται πως έχει εντοπίσει, τόσο η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), η οποία στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής συνέστησε επιφυλακή, όσο και η Ελληνική Ένωση Τραπεζών (ΕΕΤ), που σε πρόσφατη επισκόπησή της για το εγχώριο σύστημα επισημαίνει τις προκλήσεις που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις από την αύξηση του κόστους διαβίωσης και των επιτοκίων. Σύμφωνα με την ίδια, άλλωστε, περίπου το 36% των μη εξυπηρετούμενων δανείων βρίσκεται σήμερα σε καθεστώς ρύθμισης, ενώ υψηλό ποσοστό των ήδη ρυθμισμένων δανείων «ξανακοκκινίζει».

Αξίζει να αναφερθεί πως τους πρώτους μήνες του 2023 οι καθαρές εισροές μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στους συστημικούς Ομίλους διατηρούνται σε πολύ ικανοποιητικά επίπεδα. Συγκεκριμένα, στην Alpha Bank ήταν αρνητικές κατά 200 εκατ. ευρώ, στην Τράπεζα Πειραιώς ήταν αρνητικές κατά 100 εκατ. ευρώ, στη Eurobank ήταν αρνητικές κατά 48 εκατ. ευρώ και στην Εθνική Τράπεζα ήταν μηδενικές.

Όσον αφορά στο απόθεμα, αυτό στα τέλη του περασμένου Μαρτίου διαμορφώθηκε στα 9,1 δισ. ευρώ (τρία δισ. ευρώ η Alpha Bank, 2,4 δισ. ευρώ η Τράπεζα Πειραιώς, 2,1 δισ. ευρώ η Eurobank και 1,6 δισ. ευρώ η Εθνική Τράπεζα). Εξίσου ενθαρρυντικά, αναφορικά με την εξυπηρέτηση των δανείων, αναμένεται να είναι και τα στοιχεία για το β’ τρίμηνο του 2023, αν και ο οίκος Fitch προβλέπει ότι ο σχηματισμός νέων κόκκινων δανείων θα αυξηθεί πάνω από 5% το δεύτερο μισό του τρέχοντος έτους λόγω της επιβράδυνσης της οικονομίας.

 

Newmoney.gr

Exit mobile version