Αντοχή μέσα σε ένα περιβάλλον αστάθειας, ακρίβειας και πληθωριστικών πιέσεων παρουσιάζει επί του παρόντος η εγχώρια αγορά ακινήτων, με τα στελέχη της να εκφράζουν συγκρατημένη αισιοδοξία, τηρώντας πάντως και στάση αναμονής εν όψει του φθινοπώρου, οπότε θα έχουν φανεί περισσότερο οι επιπτώσεις από το νέο σκηνικό όπως θα έχει διαμορφωθεί στην οικονομία λόγω ακρίβειας και πληθωριστικών πιέσεων.
Σε ό,τι έχει να κάνει με την αγορά ακινήτων και ειδικότερα τον κλάδο της κατοικίας είναι αξιοσημείωτη η άνοδος στις τιμές, όπως προκύπτει από όλα τα στοιχεία: Τόσο από τις αγγελίες που δημοσιεύουν οι ιδιοκτήτες, έστω και αν μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να εκφράζουν υψηλές προσδοκίες, δεν παύουν να είναι ένας σημαντικός δείκτης για την τάση στην αγορά όσο και από τα επίσημα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος με τους δείκτες οικιστικών ακινήτων.
Στην παρούσα φάση, από την πλευρά των πιστωτικών ιδρυμάτων αλλά και της ΤτΕ εκφράζεται η άποψη ότι εφόσον οι τρέχουσες συνθήκες –oι γεωπολιτικές εξελίξεις και η σημαντική αναταραχή που έχει προκληθεί τους τελευταίους μήνες από το αυξημένο κόστος της ενέργειας και τις επιβαρύνσεις στις τιμές– κρατήσουν σε διάρκεια, δημιουργούνται εκ νέου συνθήκες αβεβαιότητας στο εγχώριο real estate: «Σε αυτή τη φάση και μέχρι τώρα, οι επιπτώσεις στην αγορά ακινήτων, οι οποίες προς το παρόν απορροφώνται σε μεγάλο βαθμό από επενδυτές, ιδιοκτήτες και κατασκευαστές, ενδέχεται να αρχίσουν σταδιακά να αποτυπώνονται στα νέα έργα και στις τιμές των ακινήτων, ιδίως εφόσον διαφανεί ότι οι επιβαρύνσεις θα έχουν διάρκεια που θα επηρεάσει τη μεσοπρόθεσμη αποτίμηση των ακινήτων», όπως σχολιάζεται σχετικά από την αρμόδια διεύθυνση της ΤτΕ.
Οι τάσεις στην αγορά
Όσον αφορά την κατεύθυνση της αγοράς είναι γεγονός ότι οι τιμές διατηρούν την ανοδική πορεία που είχε ξεκινήσει προ πανδημίας, έστω κι αν οι ρυθμοί ανακόπηκαν το 2020 για να επανέλθουν ξανά ειδικά από τους τελευταίους μήνες του 2021 και έπειτα.
Το πρώτο τρίμηνο του 2022 διατηρεί τη…φόρα του προηγούμενου έτους, αν ληφθεί υπόψη ότι με βάση τα στοιχεία της ΤτΕ οι τιμές των διαμερισμάτων (σε ονομαστικούς όρους) ήταν κατά μέσον όρο αυξημένες κατά 8,6% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2021 (σ.σ. την περασμένη χρονιά οι τιμές των διαμερισμάτων αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 7,4%, έναντι αύξησης 4,5% το 2020). Ωστόσο, οι εκτιμήσεις των στελεχών της αγοράς αναφέρουν ότι πιθανότατα οι ρυθμοί θα επιβραδυνθούν στη συνέχεια του έτους ως συνέπεια και των πιέσεων που ασκούνται πλέον στο εισόδημα των καταναλωτών, με αποτέλεσμα να υπάρχουν δύο αντίρροπες δυνάμεις: Από τη μία πλευρά, η ζήτηση για κατοικία είναι δεδομένη, ωστόσο από την άλλη, διόλου ευκαταφρόνητο δεν είναι και το αυξημένο κόστος στο οποίο καλούνται να αντεπεξέλθουν οι Έλληνες στην καθημερινότητά τους, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει την αγορά.
Αντίθετα, η ζήτηση και το ενδιαφέρον που καταγράφονται από το ξένο αγοραστικό κοινό παραμένει ανοδική, πολύ περισσότερο από τη στιγμή κατά την οποία οι τιμές των ακινήτων στην Ελλάδα παραμένουν σαφώς πιο χαμηλές σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές αγορές.
Του λόγου το ασφαλές διαπιστώνει και ο Γιώργος Πετράς, επικεφαλής της Engel & Völkers στην Ελλάδα με ένα εκτεταμένο δίκτυο γραφείων και πελατών σε όλο τον κόσμο: «Η ζήτηση παραμένει υψηλή παρά τις προκλήσεις στο γενικότερο γεωπολιτικό και οικονομικό περιβάλλον», αναφέρει σχετικά.
Ο επικεφαλής της γνωστής εταιρείας παροχής υπηρεσιών ακινήτων με διεθνή παρουσία σε 30 χώρες, διαπιστώνει γενικότερα για την ελληνική κτηματαγορά ότι εξακολουθεί να εμφανίζει σε αυτή τη συγκυρία θετικό πρόσημο: «Ανασταλτικός παράγοντας πανευρωπαϊκά, ειδικά αυτή την περίοδο, είναι αναμφισβήτητα η αύξηση στις τιμές της ενέργειας, το κόστος των υλικών και οι πληθωριστικές πιέσεις που προβληματίζουν συνολικά́ την αγορά, ευελπιστώντας πάντως να σταθεροποιηθεί́ η κατάσταση με ένα νέο σημείο ισορροπίας».
Πέραν των Ελλήνων που έχουν επιστρέψει πιο έντονα προκειμένου να καλύψουν στεγαστικές ανάγκες οι οποίες έμειναν πίσω τα τελευταία πολλά χρόνια (σ.σ. τα τελευταία νεόδμητα σπίτια πιο μαζικά στην εγχώρια αγορά ήταν αυτά της περιόδου 2008-2009 πολλά από τα οποία έμειναν απούλητα την τελευταία δεκαετία), το ενδιαφέρον για την ελληνική κτηματαγορά παραμένει σε υψηλά επίπεδα και από τους διεθνείς επενδυτές, που βλέπουν πλέον στην Ελλάδα μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για ικανοποιητικές αποδόσεις, όπως αναφέρουν οι επιτελείς της Engel & Völkers.
Σαφές πλεονέκτημα της χώρας μας είναι οι ελκυστικότατες τιμές ακόμη και για τις περιοχές που θεωρούνται πιο ακριβές όπως η Αθηναϊκή Ριβιέρα ή τα δημοφιλή ελληνικά νησιά, όπου οι αξίες είναι σαφώς χαμηλότερες σε σύγκριση με άλλους ευρωπαϊκούς προορισμούς πρώτης προτίμησης.
Από την άλλη πλευρά και ιδιαίτερα για τα ακίνητα που απευθύνονται στους Έλληνες και δη τα μεσαία εισοδήματα, ο προβληματισμός είναι δεδομένος: Ενδεικτικά στα δυτικά προάστια, όπου ειδικά από το δεύτερο μισό του 2021 παρατηρείτο αρκετή κινητικότητα και από τους κατασκευαστές, με νέες άδειες για καινούργια διαμερίσματα τα οποία θα έβγαιναν στην αγορά φέτος, κάποιοι –και με δεδομένο το υψηλό κόστος των υλικών– φαίνεται ότι τηρούν τώρα στάση αναμονής ώστε να δουν πώς θα διαμορφωθούν οι νέες ισορροπίες, λαμβάνοντας υπόψη ότι το αγοραστικό κοινό σε αυτές τις περιοχές ανήκει στη μεσαία κατηγορία και δεν υπάρχουν και πολλά περιθώρια μετακύλισης του κόστους στις τιμές πώλησης.
Συνοπτικά οι τάσεις όπως καταγράφονται αυτή τη στιγμή στην αγορά:
– Το μετρό είναι βασικό ζητούμενο για τους αγοραστές στις πιο οικονομικές περιοχές, ακίνητα ιδιαίτερου σχεδιασμού με υψηλά ποιοτικά και ενεργειακά στάνταρντ στα πιο ακριβά προάστια.
– Το οικονομικό κλίμα, όπως διαμορφώνεται αυτή την περίοδο, στρέφει καταθέτες με κεφάλαια της τάξεως έως 150.000 ευρώ στα ακίνητα για την τοποθέτηση των αποταμιεύσεών τους, με στόχο το μηνιαίο εισόδημα, και σε περιοχές που μπορούν να αποφέρουν αποδόσεις στην αξία του ακινήτου στο άμεσο μέλλον.
– Επιπλέον, το τελευταίο διάστημα, παρατηρείται σημαντική αύξηση ενδιαφέροντος για αγορά παλαιών κατοικιών προκειμένου να ανακαινιστούν άμεσα και στη συνέχεια να αξιοποιηθούν για βραχυχρόνια ή μακροχρόνια μίσθωση ή ακόμη και να μεταπωληθούν σε πολύ υψηλότερη τιμή από αυτήν που αποκτήθηκε το ακίνητο.
– Η ζήτηση στην κατοικία εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί. Δεν είναι τυχαία η τάση ότι ακόμη και θεσμικοί παίκτες της αγοράς, όπως για παράδειγμα η εισηγμένη Prodea Investments ΑΕΕΑΠ, ενισχύουν ολοένα και περισσότερο την παρουσία τους στον οικιστικό τομέα, όπως και η ΤΕΝ Βrinke, που συνδέεται με το φερώνυμο ολλανδικό όμιλο, η εταιρεία ανάπτυξης ακινήτων Dimand, η AVAX κ.ά.
– Σε σχέση με τη στεγαστική πίστη, η αγορά ακινήτου εξακολουθεί να πραγματοποιείται με μετρητά, ακολουθώντας την τάση της προηγούμενης…δεκαετίας, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε προ της δημοσιονομικής κρίσης, όταν σχεδόν το 80% των μεταβιβάσεων γινόταν με τη χρήση στεγαστικού δανείου. Τώρα, σε αυτή τη συγκυρία, ουσιαστικά πάνω από τρία στα τέσσερα ακίνητα αγοράζονται με μετρητά, ενώ σταδιακά οι τράπεζες προχωρούν σε αυστηροποίηση των όρων για τη χορήγηση νέων δανείων εξαιτίας των πληθωριστικών πιέσεων και του νέου σκηνικού που διαμορφώνεται στην οικονομία το τελευταίο διάστημα. Τα αυστηρά πιστοδοτικά κριτήρια τα οποία σταδιακά υιοθετούνται, πέραν φυσικά και των επιπτώσεων που θα έχει η νέα κρίση λόγω ενεργειακού, ακρίβειας και πληθωρισμού στην ψυχολογία των υποψηφίων αγοραστών, θα είναι κι ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους, όπως εκτιμούν στελέχη του εγχώριου real estate, μπορεί να ανακοπεί το κλίμα ανόδου που είχε ξεκινήσει ήδη από πέρυσι στον τομέα της στεγαστικής πίστης.
- Επίσης με βάση τις εκτιμήσεις από στελέχη του εγχώριου real estate, μία από τις βασικές τάσεις που ήδη έχει μεγάλο μερίδιο στην αγορά είναι οι αναπτύξεις νέων διαμερισμάτων ή οι ανακατασκευές υφισταμένων με στόχο τη μακροχρόνια εκμίσθωση. Κι αυτό γιατί η μειωμένη αγοραστική δύναμη, κυρίως στις νεότερες γενιές, εκτιμάται ότι θα μεγαλώσει τις ανάγκες για ενοικίαση κατοικιών τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Tι ακίνητα επιλέγουν οι Έλληνες
Όσον αφορά τα ακίνητα που προτιμούν οι Έλληνες, παρατηρείται σταδιακή «στροφή» των ενδιαφερόμενων αγοραστών σε μεγαλύτερες κατοικίες σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια που επέλεγαν λιγότερα τετραγωνικά. Επιπλέον, πάνω από 6 στους 10 αγοραστές στρέφονται σε κατοικίες ηλικίας άνω των 20 ετών τόσο για να εξασφαλίσουν χαμηλότερες τιμές όσο και υψηλότερες μελλοντικά υπεραξίες.
Τα στοιχεία, όπως προκύπτουν από τις πωλήσεις του γνωστού δικτύου κτηματομεσιτικών υπηρεσιών της RE/MAX Ελλάς, επιβεβαιώνουν ουσιαστικά τη διεθνή τάση που επικρατεί τα τελευταία χρόνια. Τα νέα ζευγάρια, τα οποία αποφασίζουν να ζήσουν σε ιδιόκτητο ακίνητο, αλλά και όσοι επιθυμούν να επενδύσουν σε πιο άνετες κατοικίες για να εξυπηρετήσουν τις καθημερινές ανάγκες τους, επιλέγουν κατοικίες άνω των 75 τετραγωνικών μέτρων.
Το ενδιαφέρον για κατοικίες αρκετών τετραγωνικών έχει ξεκινήσει εδώ και μία τετραετία, ενώ πέρυσι εν μέσω πανδημίας είναι αξιοσημείωτο ότι εντάθηκε ακόμη περισσότερο, με τις κατοικίες άνω των 100 τετραγωνικών μέτρων να κερδίζουν το μεγαλύτερο μερίδιο της πίτας όσον αφορά τις αγοραπωλησίες ακινήτων βάσει της συνολικής επιφάνειας. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία πώλησης που πραγματοποιήθηκαν το 2021 πανελλαδικά από τη RE/MAX Ελλάς, η οποία αριθμεί συνολικά περί τα 76 γραφεία και σχεδόν 1.000 συμβούλους ακινήτων, την υψηλότερη ζήτηση εμφάνισαν κατοικίες με εμβαδόν από 101 τ.μ. έως 150 τ.μ. καθώς για κάθε 100 αγοραπωλησίες οι 26 αφορούσαν τα συγκεκριμένα τετραγωνικά, ενώ σημαντικό ήταν το αγοραστικό ενδιαφέρον για τα ακίνητα έως 76 έως 100 τ.μ. (21%).
Ουσιαστικά, αν αθροίσει κανείς αυτά τα δύο ποσοστά θα διαπιστώσει ότι περίπου 1 στους 2 ενδιαφερόμενους αγοραστές επιλέγει κατοικία με δύο υπνοδωμάτια και άνω.
Είναι ξεκάθαρο πλέον ότι καθοριστικοί παράγοντες επιλογής ενός διαμερίσματος, μίας μονοκατοικίας ή μεζονέτας αποτελούν εκτός της τοποθεσίας και της ηλικίας, το εμβαδόν και η διαρρύθμιση και μάλιστα η στροφή σε ακόμη μεγαλύτερη ακίνητα είναι όλο και πιο έντονη. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα στοιχεία της RE/MAX Ελλάς, ακίνητα εμβαδού άνω των 151 τ.μ. επιλέγουν 16 στους 100 αγοραστές, τη στιγμή που τη συγκεκριμένη κατηγορία ακινήτων πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας είχαν επιλέξει μόλις 4 στους 100. Για τις υπόλοιπες κατηγορίες οικιστικών ακινήτων, τα στοιχεία βάσει των αγοραπωλησιών που πραγματοποιήθηκαν το 2021 μέσω του κτηματομεσιτικού δικτύου της RE/MAX Ελλάς δείχνουν ότι το ενδιαφέρον για επιφάνεια ακινήτων έως 50 τ.μ. ανήλθε στο 19% και για εμβαδόν από 51 έως 75 τ.μ. στο 18%.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η ηλικιακή κατανομή των πωληθέντων ακινήτων. Στα οικιστικά ακίνητα συνεχίζεται η τάση των προηγουμένων ετών, με το ενδιαφέρον να εστιάζεται σε παλαιές κατοικίες ηλικίας άνω των 20 ετών σε ποσοστό 63%. Τα νεόδμητα και μέχρι 5ετίας άγγιξαν το 8%, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως για την ίδια κατηγορία το ποσοστό αυτό ήταν μόλις 3% το 2020.
Οι ενδιάμεσες ηλικιακές κατηγορίες ακινήτων, δηλαδή από 11 έως 15 έτη, συγκέντρωσαν συνολικά το ενδιαφέρον του 11% των τελικών αγοραστών, ενώ από 6 έως 10 έτη μόλις το 6%.
Έτερη ανάλυση της Engel & Völkers διαπιστώνει ότι η ζήτηση για τις περιοχές του κέντρου σε σχέση με την περασμένη χρονιά βαίνει συνεχώς ανοδική, με μια μεγάλη μερίδα των αγοραστών να αναζητούν ακίνητα μικρά, της τάξεως των 50- 70 τ.μ. για επενδυτικούς σκοπούς.
Παράλληλα, η υγειονομική κρίση έφερε στο προσκήνιο μια καινούργια ανάγκη για επιπλέον χώρο, ο οποίος προορίζεται είτε για τηλεργασία είτε για πολλαπλές χρήσεις. Αυτή η τάση, που τώρα διαμορφώνεται, ωθεί ένα ποσοστό αγοραστών στην αναζήτηση περισσότερων τετραγωνικών μέτρων στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου.
Σε άνοδο δεύτερη κατοικία και βραχυχρόνια μίσθωση
Η φετινή χρονιά, πάντως, σηματοδοτεί το απόλυτο…comeback τόσο για τη δεύτερη κατοικία όσο και τη βραχυχρόνια μίσθωση όπου τα νούμερα είναι εντυπωσιακά.
Στο κομμάτι της δεύτερης κατοικίας είναι χαρακτηριστικά τα στοιχεία από το γνωστό δίκτυο Spitogatos, που επεξεργάστηκε την πορεία των τιμών από το 2018 έως και το πρώτο τετράμηνο του 2022, σύμφωνα με τα οποία καταγράφεται σημαντική άνοδος της μέσης τιμής, σε διψήφιο ποσοστό σε ουκ ολίγες περιπτώσεις. Είναι ενδεικτικό ότι στη διετία της πανδημίας 2020-2021 –δεδομένου ότι η δεύτερη κατοικία παρουσιάζει και αυτή εποχικότητα λόγω τουρισμού με το peak της σεζόν να είναι μέσα στο καλοκαίρι–καταγράφηκε αύξηση πάνω από 14% όσον αφορά τη μέση τιμή σε δημοφιλή νησιά του νοτίου Αιγαίου. Εύλογο, λοιπόν, είναι η υψηλότερη ζητούμενη τιμή πώλησης κατοικιών να εντοπίζεται σε νησιά των Κυκλάδων όπως η Σαντορίνη, η Μύκονος και η Πάρος.
Στον χάρτη των μεταβολών το διάστημα 2020-2021 ξεχωρίζουν η Νάξος, η Πάρος, η Ρόδος και η Ζάκυνθος με αύξηση της μέσης ζητούμενης τιμής πώλησης κατοικίας κατά 13%, 14,3%, 8,4% και 6,3% αντίστοιχα.
Η Κρήτη αποτελεί διαχρονικά μια ξεχωριστή περίπτωση, δεδομένης της έκτασης καθώς και της δημοφιλίας της σε επίπεδο τουρισμού. Όσον αφορά τη μέση ζητούμενη τιμή πώλησης κατοικίας –ανά έτος, από το 2018 έως και το 2021– υψηλότερη τιμή εντοπίζεται στις Περιφέρειες Χανίων και Λασιθίου. Στην Περιφέρεια Ηρακλείου η αύξηση της μέσης ζητούμενης τιμής πώλησης κατοικίας είναι κατά 2,6% και στην Περιφέρεια Χανίων κατά 3,9% αντίστοιχα.
Αναλυτικά ως προς τις τιμές στους κορυφαίους προορισμούς:
– Πάρος και Νάξος: Το 2021 η μέση ζητούμενη τιμή πώλησης κατοικίας κινήθηκε περίπου στα ίδια επίπεδα (Πάρος: 2.895 €/τ.μ., Νάξος: 2.698 €/τ.μ.) σε σχέση με προηγούμενα έτη (2018, 2019). Η σταδιακή άνοδος των τιμών σε Πάρο και Νάξο δεν φαίνεται να επηρεάστηκε το διάστημα 2020-2021, κατά το οποίο η μέση ζητούμενη τιμή πώλησης κατοικίας αυξήθηκε 14,3% (Πάρος) και 13% (Νάξος) αντίστοιχα.
– Ρόδος: Για το κοινό που ενδιαφέρεται να επενδύσει στην αγορά κατοικίας, η Ρόδος αποτελεί διαχρονικά (2018-2021) την οικονομικότερη περιοχή σε σχέση με τα υπόλοιπα νησιά του νοτίου Αιγαίου που εξετάστηκαν (Νάξος, Πάρος, Σαντορίνη, Μύκονος). Σημειώνεται ότι η μέση ζητούμενη τιμή πώλησης κατοικίας στη Ρόδο το 2021 ήταν 1.400 €/τ.μ.
- Σαντορίνη vs Μύκονος: Πρόκειται για δύο από τα πιο δημοφιλή νησιά του κόσμου. Θα ήταν αναμενόμενο η μέση ζητούμενη τιμή πώλησης κατοικιών τους να βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο, γεγονός που δεν αποτυπώνεται στα στοιχεία. Χαρακτηριστικά, το 2021 η μέση ζητούμενη τιμή πώλησης κατοικιών στη Μύκονο είχε διαμορφωθεί στις 5.364 ευρώ/τ.μ., ενώ στη Σαντορίνη αντίστοιχα στις 3.382 ευρώ/τ.μ.
Ο παράγοντας των βραχυχρόνιων μισθώσεων
Στη βραχυχρόνια μίσθωση, για τα καταλύματα που απευθύνονται σε τουρίστες μέσα από τις γνωστές πλατφόρμες (Airbnb, VRBO κ.ά.) σύμφωνα με στοιχεία από την εξειδικευμένη εταιρεία αναλύσεων AirDNA, φέτος το καλοκαίρι καταγράφεται άνοδος πάνω από 230% σε σύγκριση με την περυσινή χρονιά όσον αφορά τη ζήτηση για την Ελλάδα για το διάστημα Ιουνίου-Σεπτεμβρίου έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2021, με τους τουρίστες να προτιμούν τη λύση τύπου Αirbnb ως αποτέλεσμα των υγειονομικών συνθηκών, αλλά και της γενικότερης αύξησης του κόστους ζωής.
«Οι βραχυχρόνιες μισθώσεις ακολουθούν την ανιούσα το τελευταίο διάστημα», δηλώνει ο Δημήτρης Ρίζος, επικεφαλής της homm, η οποία έχει συνολικά 14 κτίρια διαμερισμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης στην Αθήνα και γενικότερα στην Αττική, με έμφαση στο κέντρο της πόλης και διαχειρίζεται στο σύνολο περί τα 300 καταλύματα- διαμερίσματα τα οποία αυξάνονται με ταχύτατο ρυθμό, έχοντας στο χαρτοφυλάκιό της βίλες και σε νησιά όπως η Μύκονος, η Σέριφος, η Τζια, κ.α.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η αγορά μετά δύο χρόνια έχει ξεφύγει από την τάση που επικράτησε μέσα στην πανδημία με τις κρατήσεις της τελευταίας στιγμής. «Ήδη, από το ξεκίνημα της φετινής χρονιάς και παρά τις ασταθείς συνθήκες υπήρχαν κρατήσεις για το καλοκαίρι και πλέον στη βραχυχρόνια μίσθωση, έστω κι αν υπήρξε αρχικά μία συγκράτηση λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, οι κρατήσεις γίνονται ακόμη και για 4-5 μήνες μετά. Επιπλέον, ειδικά στην Αθήνα, που παρεμπιπτόντως είναι μία από τις πιο φθηνές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες στη βραχυχρόνια μίσθωση, έχει μειωθεί και ο ανταγωνισμός, αφού πάνω από 3.000 σπίτια έχουν αποσυρθεί από την αγορά. Θεωρούμε ότι αυτό έκανε καλό στον κλάδο γιατί ξεκαθάρισε περισσότερο η αγορά, η οποία γίνεται πλέον πιο επαγγελματική. Στα πρώτα χρόνια η εναλλαγή των επισκεπτών στα σπίτια λειτουργούσε κάποιες φορές και αρνητικά για τους ιδιοκτήτες που πλέον, τώρα, έχουν εξοικειωθεί πλήρως. Μάλιστα ιδιοκτήτες των λεγόμενων πολύ καλών ακινήτων, στην πολυδιαφημισμένη Αθηναϊκή Ριβιέρα έρχονται μόνοι τους και μας χτυπούν την πόρτα σε αντίθεση με μία πενταετία πριν όπου αυτού του είδους τα ακίνητα δεν μπορούσαμε να τα ενσωματώσουμε εύκολα. Ο κορωνοϊός έστρεψε περισσότερους ιδιοκτήτες στην επαγγελματική διαχείριση», αναφέρει ο κ. Ρίζος.
Πηγή: startupper.gr