Τους τελευταίους δύο μήνες, η πρόταση του Έλον Μασκ για εξαγορά της Twitter, ύψους 44 δισ. δολαρίων, έχει διανθιστεί με μια σειρά από χαρακτηρισμούς, όπως: “έπος”, “δράμα”, “σύγκρουση”, “μάχη” ή και με τη φράση “Ο καπιταλισμός έχει ξεφύγει”. Όταν σε μια ιστορία εμπλέκεται ο Μασκ, και όταν το αφήγημα αλλάζει συνεχώς –όπως άλλωστε έχει συμβεί σε αυτή την περίπτωση–, εύκολα καταφεύγει κάποιος σε ευφάνταστους χαρακτηρισμούς για να περιγράψει την κατάσταση.
Γιατί να συγκρατηθούμε τώρα; Ο Μασκ σίγουρα δεν συγκρατήθηκε… Η πλοκή στο σήριαλ Μασκ-Twitter πήρε άλλη τροπή τη Δευτέρα, αφού ο υποψήφιος αγοραστής δήλωσε ευθέως αυτό που υπονοούσε τις τελευταίες εβδομάδες: Θα ακυρώσει τη συμφωνία και θα αποχωρήσει αν το Twitter δεν του δώσει πρόσβαση στα δεδομένα, που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό της αξίας της εταιρείας, όσον αφορά τα bots και τους ψεύτικους λογαριασμούς που ενδέχεται να διογκώνουν τις εκτιμήσεις για την επισκεψιμότητα στην πλατφόρμα. Το Twitter δηλώνει ότι δεν μπορεί να ικανοποιήσει το αίτημα του Μασκ και δεν θα το κάνει.
Κάπου εδώ το να χαρακτηρίσουμε τη συμφωνία Μασκ-Twitter “έπος” ή “δράμα” μάλλον υποβαθμίζει την πραγματικότητα. Πρόκειται πλέον για ένα παιχνίδι πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ο Μασκ βρίσκεται πίσω από το τιμόνι ενός αυτοκινήτου, το ΔΣ του Twitter πίσω από το τιμόνι ενός άλλου και τα δύο οχήματα κινούνται μετωπικά το ένα προς το άλλο.
Η δυναμική του παιχνιδιού βασίζεται στον ισχυρισμό του Μασκ ότι υπάρχουν πολύ περισσότερα bots στο Twitter από όσα αναγνωρίζει η εταιρεία. Το Twitter και ο CEO του Parag Agrawal συνεχίζουν να υποστηρίζουν ότι οι εν λόγω spammers αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 5% των καθημερινά ενεργών λογαριασμών. Ο Μασκ υποστηρίζει ότι το ποσοστό είναι κατά πολύ υψηλότερο, ενδεχομένως πενταπλάσιο.
Ο Μασκ επισήμανε τη Δευτέρα ότι η αδυναμία του Twitter να του παράσχει δεδομένα σχετικά με τα bots αποτελεί “ουσιώδη παραβίαση” της συμφωνίας, τόσο ζωτικής σημασίας ώστε να την καταγγείλει. Προηγουμένως είχε υποστηρίξει ότι η απόκλιση μεταξύ της δικής του εκτίμησης και των αριθμών που παρουσιάζει το Twitter αρκεί για να προχωρήσει σε ακύρωση της συμφωνίας, αφού το στοιχείο αυτό είτε θα σήμαινε εξαπάτηση από πλευράς Twitter ή θα μπορούσε να εμπίπτει στην κατηγορία της λεγόμενης “Ουσιώδους δυσμενούς μεταβολής” – ενός αιφνιδιαστικού γεγονότος που αλλάζει ουσιαστικά και προς τα χείρω την πορεία του Twitter. Αν οι διαφημιζόμενοι ανακάλυπταν ότι η πλατφόρμα ήταν στην πραγματικότητα μια “πόλη-φάντασμα” γεμάτη ψεύτικα προφίλ –και άρα ανύπαρκτους ανθρώπους–, πιθανόν δεν θα ήταν και τόσο πρόθυμοι να πληρώσουν για να διαφημιστούν στο Twitter. Κακή εξέλιξη για μια εταιρεία που εξαρτάται από τα διαφημιστικά έσοδα.
Μπορεί ο Μασκ να αποδείξει στο δικαστήριο είτε την εξαπάτηση είτε την “ουσιώδη δυσμενή μεταβολή”; Δικηγόροι και νομικοί εμπειρογνώμονες ταλαντεύονται, με την πλάστιγγα να γέρνει προς το “όχι”. Όσο για το ότι το Twitter δεν μοιράζεται τα δεδομένα των bots, “αυτό είναι ιδιαίτερα λεπτό ζήτημα”, λένε. “Δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος όρος στη συμφωνία που να υποχρεώνει το Twitter να κάνει αυτό που ζητάει ο Μασκ, και έτσι το Twitter δεν παραβιάζει τη συμφωνία αν αρνηθεί”, εξηγεί ο George Geis, καθηγητής Εταιρικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια. “Οι περισσότερες συμφωνίες συγχώνευσης προβλέπουν ότι ο πωλητής οφείλει να βοηθήσει με τη δέουσα επιμέλεια τον αγοραστή. Αλλά ο Μασκ παραιτήθηκε από αυτό το δικαίωμα”. Όντως, παραιτήθηκε από αυτό το δικαίωμα τον Απρίλιο, όταν ήρθε σε αρχική συμφωνία με το ΔΣ του Twitter.
Αλλά τι γίνεται αν ο Μασκ δεν ψάχνει για μια άρτια στοιχειοθετημένη νομικά υπόθεση; Τι γίνεται αν απλά θέλει: “Μόχλευση”, όπως λέει ο Geis. “Η αίσθησή μου είναι ότι κάποια στιγμή, ίσως πριν από μία ή δύο εβδομάδες, ζήτησε από τους δικηγόρους του να ρίξουν μια πιο προσεκτική ματιά και είπε: “Βρείτε μου μια πραγματική μόχλευση για τη συναλλαγή””.
Γι’ αυτό δεν έχει σημασία αν έχει δίκιο ο Μασκ ή το Twitter για τα bots. Ο Μασκ δεν θέλει να είναι “σωστός” και να κερδίσει μια δίκη. Πρέπει απλώς να βρει κάτι για να ξεκινήσει μια υπόθεση και να σύρει το Twitter σε χρονοβόρες δικαστικές διαμάχες. Και πιθανότατα ήδη έχει εντοπίσει αρκετά στοιχεία για να το κάνει, λένε νομικοί εμπειρογνώμονες. Ο Μασκ έχει την πολυτέλεια να περιμένει και να αντέξει οικονομικά τις αμοιβές –εκατομμυρίων δολαρίων– των νομικών του συμβούλων. Το εισηγμένο Twitter δεν έχει την ίδια πολυτέλεια του χρόνου. Το ΔΣ του Twitter μπορεί να θεώρησε πριν από λίγους μήνες την πώληση της εταιρείας στον Μασκ έναντι 54,20 δολαρίων/μετοχή ως τη δέουσα κίνηση που θα συγκεντρώσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών – δεδομένου, μάλιστα, ότι η αμερικανική χρηματιστηριακή αγορά έχει σημειώσει “βουτιά” από τότε που εγκρίθηκε η συμφωνία. Ωστόσο, εκπληρώνει αυτό τον σκοπό η μετατροπή μιας εταιρείας σε “ριψοκίνδυνη πολυετή εκκρεμότητα”, ενόσω τα δικαστήρια θα εξετάζουν τις αξιώσεις του Μασκ; Ακόμη και αν το ΔΣ το δεχθεί αυτό, οι μέτοχοι μάλλον δεν θα ακολουθήσουν. Η συμφωνία θα πρέπει να τεθεί προς ψήφιση από τους επενδυτές, σε μεταγενέστερη ημερομηνία εντός του έτους.
Πώς θα τελειώσει αυτό το “παιχνίδι του δειλού”; Για χάρη μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης ας κάνουμε μια τεκμηριωμένη εικασία: αν οι αγορές παραμείνουν σε ύφεση, το όχημα του Twitter θα πατήσει πρώτο φρένο και το ΔΣ θα μπει σε διαδικασία επαναδιαπραγμάτευσης. Η εταιρεία έχει περισσότερα να χάσει σε σύγκριση με τον Μασκ από μια χρονοβόρα δικαστική διαδικασία.
Δύο ακόμη στοιχεία που ενισχύουν αυτή την υπόθεση εργασίας. Πριν από μερικές εβδομάδες, ο Μασκ αναδιαμόρφωσε τη χρηματοδότηση για την προσφορά του, αφαιρώντας ένα ριψοκίνδυνο δάνειο. Γενικά, δεν παίζει κάποιος με τους όρους μιας χρηματοδότησης που δεν θα χρειαστεί. Επιπλέον, οι περισσότερες διαφωνίες στις εξαγορές και συγχωνεύσεις σχεδόν πάντα καταλήγουν με τα δύο μέρη να τα βρίσκουν και να ολοκληρώνουν τη συναλλαγή. Ρωτήστε έναν δικηγόρο (ή και περισσότερους) και θα διαπιστώσετε πως θα έχουν να σας αναφέρουν μία ή δύο περιπτώσεις που πέρασαν από τις αίθουσες των δικαστηρίων. Πιο πρόσφατο παράδειγμα: το 2018, ένα δικαστήριο επέτρεψε στη γερμανική εταιρεία υγειονομικής περίθαλψης Fresenius να αποχωρήσει από την εξαγορά της Akorn, ενός παραγωγού γενόσημων φαρμάκων. Τα προβλήματα, όμως, που παρουσίαζε η Akorn ήταν πολύ πιο θεμελιώδη από το ζήτημα των bots στο Twitter – ακόμα και αν το διογκώσουμε υπερβολικά.
Η περίπτωση των Fresenius-Akorn αποτελεί εξαίρεση. Τις περισσότερες φορές, τα πράγματα καταλήγουν όπως στην εξαγορά της Tiffany & Co από την LVMH. Οι δύο εταιρείες πολυτελών ειδών αλληλομηνύθηκαν το 2020, αφού η LVMH προσπάθησε να χαλάσει τη συμφωνία για την εξαγορά της Tiffany, επικαλούμενη τις επιπτώσεις της πανδημίας. Τελικά, ήρθαν σε εξωδικαστικό συμβιβασμό, αφού η Tiffany συμφώνησε να μειώσει το αντίτιμο της συναλλαγής σε ποσοστό μικρότερο του 3%.
“Αν θέλεις “έκπτωση”, δεν πας και λες: “Θέλω έκπτωση””, εξηγεί ο Andrew Verstein, συνδιευθυντής του Lowell Milken Institute for Business Law and Policy του UCLA. “Απλώς βρίσκεις κάποιο πρόσχημα με το οποίο πάει ο πωλητής σε αυτούς που θα εγκρίνουν τη συναλλαγή και τους λέει: “Κοιτάξτε, αυτός ο τύπος έκανε σκληρή διαπραγμάτευση, επισήμανε κάποια προβλήματα, και εμείς ήμασταν πρόθυμοι να κάνουμε μια νέα συμφωνία””.
Πηγή: capital.gr