H UBS εκτιμά ότι η υποβάθμιση των ΗΠΑ σε ΑΑ+ από τη Fitch θα έχει μικρότερο αντίκτυπο στην αγορά από αυτόν που παρατηρήθηκε μετά την υποβάθμιση του 2011 από τον οίκο S&P. Το 2011 ήταν πριν τεθεί πλήρως σε ισχύ η συνθήκη Dodd Frank, και η Dodd Frank αποτρέπει τους κανονισμούς να αναφέρονται στις αξιολογήσεις των μεγάλων οίκων αξιολόγησης. «Με δύο από τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης στο ΑΑ+ υποθέτουμε ότι οι περισσότεροι επενδυτές θα εξετάσουν την αξιολόγησή τους και πιστεύουμε ότι υπάρχει πάντα ο κίνδυνος μιας καλοκαιρινής αναταραχής λόγω της χαμηλής ρευστότητας στην αγορά, αλλά οποιαδήποτε απότομη κίνηση θα εξασθενούσε», σημειώνει η ελβετική τράπεζα.
Η διατήρηση στη βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση, αφού μόνο η μακροπρόθεσμη αξιολόγηση άλλαξε, σημαίνει μικρότερο αντίκτυπο στις αγορές χρήματος. Ορισμένα αμοιβαία κεφάλαια έχουν στόχους αξιολόγησης οπότε θα πρέπει να πουλήσουν ομόλογα χαμηλότερης διαβάθμισης και να αγοράσουν ομόλογα υψηλότερης διαβάθμισης, ωστόσο ο αντίκτυπος θα είναι μικρότερος από τη σύντομη διεύρυνση του 2011 κατά 20 μ.β. για τα ομόλογα επενδυτικής βαθμίδας (IG) και 60 μ.β. για τα ομόλογα υψηλής απόδοσης (HY).
«Ενώ ο αντίκτυπος στην αγορά θα πρέπει να είναι μικρότερος, το σκεπτικό της υποβάθμισης ήταν χειρότερο. Η υποβάθμιση του 2011 προκλήθηκε κατά κύριο λόγο από τη στάση του ανώτατου ορίου χρέους. Αυτή η υποβάθμιση προκλήθηκε, τόσο από τους κινδύνους για το ανώτατο όριο του χρέους, όσο και από τα πολύ μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα. Το μεγαλύτερο δημοσιονομικό έλλειμμα πριν από την COVID ήταν 1,4 τρισ. δολάρια. Οι τρέχουσες προβλέψεις τοποθετούν το μικρότερο δημοσιονομικό έλλειμμα που θα δούμε ποτέ στο μέλλον στα 1,6 τρισ. δολάρια. Η Fitch δήλωσε ότι το μέσο χρέος προς το ΑΕΠ των κρατών ΑΑΑ είναι 39% και η διάμεσος τιμή για τα κράτη ΑΑ είναι 45%, ενώ για τις ΗΠΑ είναι στο 113%. Αυτό θα πρέπει να κάνει την αγορά πιο ευαίσθητη στην ανακοίνωση», επισημαίνει η ελβετική τράπεζα.
Το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ είναι πιθανό να αρχίσει να αυξάνει τα μεγέθη των δημοπρασιών κουπονιών
Η UBS αναμένει ότι το υπουργείο Οικονομικών θα στηριχθεί σε μεγάλο βαθμό στα έντοκα γραμμάτια, περιορίζοντας τις δημοπρασίες κουπονιών σε 1 δισ. δολάρια ανά μήνα, αλλά το Υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε μεγαλύτερες από τις αναμενόμενες χρηματοδοτικές ανάγκες για το δεύτερο εξάμηνο, αυξάνοντας τις πιθανότητες για αυξήσεις κατά 2 δισ. δολάρια. Μεγαλύτερες αυξήσεις συνδυαστικά με την υποβάθμιση θα σήμαινε μεγαλύτερη αντίδραση της αγοράς.
Η τράπεζα εξηγεί ότι η αντίληψη του «inflate away the debt» (σσ. να χρησιμοποιηθεί μικρότερο μέρος των εσόδων για αποπληρωμή χρέουςλόγω πληθωρισμού), προϋποθέτει ότι το χρέος είναι σχετικά μεγάλης διάρκειας, οπότε χρειάζεται πολύς χρόνος για να μετατοπιστεί το μέσο κουπόνι.
Αλλά οι ΗΠΑ έχουν ένα σχετικά σύντομο προφίλ χρέους, περίπου το μισό του συνολικού χρέους λήγει τα επόμενα τρία χρόνια, πράγμα που σημαίνει ότι τα κουπόνια επανακαθορίζονται γρήγορα στο υψηλότερο επιτόκιο. Επιπλέον, το 20% του χρέους είναι έντοκα γραμμάτια, το 7% είναι ομόλογα προστασίας από τον πληθωρισμό (TIPS) και το 3% είναι κυμαινόμενου επιτοκίου. Αυτό είναι το 30% του χρέους που προσαρμόζεται άμεσα στον υψηλότερο πληθωρισμό. «Αν υποθέσουμε ότι ο πληθωρισμός προκαλεί μια σημαντική αύξηση στο ασφάλιστρο κινδύνου, το σχετικά σύντομο προφίλ του αμερικανικού χρέους σημαίνει ότι το χρηματοδοτικό βάρος των ΗΠΑ γίνεται αρκετά γρήγορα χειρότερο από ό,τι θα ήταν πριν από το σοκ του πληθωρισμού», καταλήγει η UBS.