Αυστηρό πλαίσιο και στρατηγική για την επόμενη μέρα της Οικονομίας και του Τουρισμού

Η πανδημία του COVID-19 δημιούργησε πρωτοφανείς συνθήκες. Η εξέλιξή της και η συμπεριφορά των υγειονομικών παραγόντων, καθώς και η επίδραση στην κοινότητα ήταν και παραμένουν, σε μεγάλο βαθμό, απρόβλεπτες. Οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο αντιμετώπισαν το ζήτημα με διαφορετικό τρόπο, με τα αποτελέσματα της αντίδρασής τους σε σχέση με τον χρόνο λήψης αποφάσεων και μέτρων να ποικίλλουν, ωστόσο σήμερα παρά τα διαφορετικά μοντέλα που δοκιμάστηκαν ανά κράτος, οι περισσότερες χώρες συγκλίνουν τουλάχιστον στο πλαίσιο αυτών.

Του Κωνσταντίνου Αλεξόπουλου*

Η Ελλάδα, όπως είναι διεθνώς αποδεκτό, διαχειρίστηκε την υγειονομική κρίση με τον καλύτερο τρόπο στο πρώτο στάδιο της εμφάνισής της. Η άμεση αντίδραση του γενικευμένου lockdown είχε ως αποτέλεσμα η διασπορά στους συμπολίτες μας να είναι σημαντικά μικρότερη από ό,τι στις περισσότερες άλλες χώρες. Το κόστος όμως της επιλογής αυτής για την οικονομία, με άμεση επίπτωση στον κάθε Έλληνα πολίτη, ήταν τεράστιο. Έτσι, σύντομα οι απόλυτοι περιορισμοί αντικαταστάθηκαν σταδιακά με τη σχεδόν πλήρη απελευθέρωση.

Στο δεύτερο στάδιο η λογική που ακολουθήθηκε ήταν αυτή του “ανοιχτού χωνιού”. Δηλαδή, της μέγιστης δυνατής απελευθέρωσης, η οποία θα περιοριζόταν (κλείσιμο “χωνιού”) σε απροσδιόριστο χρόνο και τόπο, ανάλογα με τις εξελίξεις. Στόχος της εν λόγω τακτικής ήταν να μπορέσει η οικονομία να λειτουργήσει στον μέγιστο δυνατό βαθμό και να υπάρξουν περιορισμοί όταν η συνεχώς μεταβαλλόμενη κατάσταση το επέβαλε. Δεδομένου ότι η δυναμική της πανδημίας υπήρξε και παραμένει απρόβλεπτη, η λογική αυτή ήταν του “δέκα και καρτέρι”.

Η αγορά, όμως, δεν λειτουργεί έτσι. Για να μπορέσει να οργανωθεί είναι απαραίτητο ένα σαφές πλαίσιο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Τουρισμός, ένα σύνθετο κύκλωμα εντός και εκτός συνόρων, που άμεσα και έμμεσα αποτελεί άνω του 30% του ΑΕΠ και ειδικά την περίοδο αυτή θα απασχολούσε τουλάχιστον το 40% των εργαζομένων της χώρας.

Η αβεβαιότητα για το τι θα είναι ανοιχτό κατά την ημερομηνία έλευσης των δυνητικών επισκεπτών μας, με ποιους όρους λειτουργίας, καθώς και με ποιους επιστροφής κατέστησε σχεδόν αδύνατη την οργάνωση όλης της αλυσίδας, δηλαδή τις τουριστικές και λοιπές επιχειρήσεις στον τόπο επίσκεψης καθώς και τα τουριστικά γραφεία, τους tour operators, τις αεροπορικές εταιρείες και όλους όσοι εμπλέκονται στο ταξίδι στις αγορές προέλευσης. Οι διαρκείς και ποικίλες, χρονικά και τοπικά, αλλαγές στο πλαίσιο και στους όρους προκάλεσαν πλήθος δυσάρεστων εκπλήξεων σε όσους επέλεξαν να ταξιδέψουν παρά τις τρέχουσες συνθήκες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χαθεί η καταναλωτική πίστη. Σε συνδυασμό με τις απροειδοποίητες μεταβολές στους κανόνες εξόδου και εισόδου στις χώρες προέλευσης η εμπιστοσύνη στο ταξίδι επλήγη διεθνώς.

Τι θα γινόταν όμως αν στο δεύτερο στάδιο ακολουθούσαμε την ακριβώς αντίστροφη λογική; Αν αντί για το “ανοιχτό χωνί” που απρόβλεπτα κλείνει, επιλέγαμε το μοντέλο ενός πιο “κλειστού και περιορισμένου χωνιού”, το οποίο μόνο ανοίγει; Αν, δηλαδή, στρατηγικά είχαμε επιλέξει σταθερό πλαίσιο με κανόνες που δεν θα μεταβάλλονταν; Ασφαλώς, αυτοί οι κανόνες θα ήταν κατά πολύ αυστηρότεροι από εκείνους της μέγιστης απελευθέρωσης, ίσως και αυστηρότεροι από όσο πραγματικά θα χρειαζόταν, θα ήταν όμως σταθεροί, δεν θα άλλαζαν και θα ήταν γνωστοί σε όλους.

Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να οργανωθεί η λειτουργία της αγοράς με συγκεκριμένους όρους και να φέρει τα μέγιστα αποτελέσματα – δεδομένων πάντα των συνθηκών-, καθώς ο καταναλωτής θα είχε εμπιστοσύνη και θα έκανε -κατά το δυνατόν- βέβαιες επιλογές με γνωστές και ασφαλείς παραμέτρους. Κι αν τα κομμάτια της αγοράς στα οποία το αυστηρό πλαίσιο μάς επέτρεπε να απευθυνθούμε ήταν μικρότερα, η βεβαιότητα του καταναλωτή θα διασφάλιζε τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Πιστεύω ότι το τελικό αποτέλεσμα ενός μικρότερου αλλά πιθανότερου στόχου θα ήταν σημαντικά μεγαλύτερο από αυτό ενός ευρύτερου αλλά επισφαλούς. Επιπλέον, το κόστος λειτουργίας της αγοράς σε αυτή την περίπτωση θα ήταν σαφώς μικρότερο. Ίσως λοιπόν, η λογική του “κάλιο πέντε και στο χέρι” να είχε φέρει καλύτερα αποτελέσματα.

Το 2020 έχει πλέον χαθεί τουριστικά, ενώ και το 2021 αναμένονται αντίστοιχες συνθήκες. Σε αυτό το πλαίσιο οφείλουμε να διδαχθούμε τόσο από τις ορθές όσο και από τις λανθασμένες φετινές επιλογές και να αναπροσαρμόσουμε τη στρατηγική μας. Ειδικά για τον Τουρισμό θα πρέπει σε συνεννόηση με κρατικούς και θεσμικούς φορείς και, φυσικά, την “ομπρέλα” όλων του ιδιωτικού τομέα, τον ΣΕΤΕ, να υπάρξει κατανόηση των δυναμικών που αναπτύσσονται.

Είναι αναγκαίο να οριστούν οι απώτεροι χρόνοι, στους οποίους θα πρέπει να έχουν αποφασιστεί και ανακοινωθεί ανά κατηγορίες τα μέτρα που θα θέσουν τους κανόνες και το πλαίσιο λειτουργίας του Τουρισμού. Τα μέτρα αυτά οφείλουν να είναι τα ευνοϊκότερα δυνατά που μπορούν να ληφθούν για την ομαλή λειτουργία του. Η έγκαιρη λήψη αυστηρών μέτρων είναι κρίσιμη για να επιτευχθεί η ενίσχυση της καταναλωτικής πίστης που με τη σειρά της θα διασφαλίσει την ύπαρξη τουριστικής οικονομίας. Οι δύσκολες και ευμετάβλητες συνθήκες που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε απαιτούν σύνεση και τη μεγαλύτερη δυνατή σταθερότητα όπου είναι αυτό δυνατό.

Η αβάσιμη στοχοποίηση του τουρισμού μπορεί να γίνει επικίνδυνη για την οικονομία της χώρας και την ευημερία των πολιτών της στο σύνολο τους. Ο ελληνικός τουριστικός κλάδος μπορεί και πρέπει να λειτουργήσει παρά τις έκτακτες αυτές συνθήκες. Ασφαλώς, τα μεγέθη του θα είναι σημαντικά συρρικνωμένα, δεν παύουν όμως να είναι απαραίτητα για τη συμβολή τους στο ΑΕΠ και τη διάχυση σε άλλους κλάδους με πολλαπλασιαστή μάλιστα κοντά στο 2,6 – για κάθε €1 που ξοδεύεται άμεσα στον Τουρισμό επιπλέον €2,6 ξοδεύονται σε άλλους κλάδους για την εξυπηρέτησή του-. Ο Τουρισμός μαζί με την Εστίαση αποτελούν τους μεγαλύτερους εργοδότες στη χώρα μας, συνεπώς η βιώσιμη στήριξή τους πρέπει να είναι προτεραιότητα την περίοδο αυτή, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη ότι η γεωγραφική διασπορά τους εξασφαλίζει απασχόληση σε ακριτικές περιοχές και νησιά, που ελλείψει άλλων δραστηριοτήτων θα είχαν ερημώσει.

Η ανάπτυξη νέων οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα είναι απολύτως αναγκαία  και λογική, και θα προσφέρει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, είναι παράλογο όμως να συζητιέται κάτι τέτοιο με αντάλλαγμα τον περιορισμό οικονομικής δραστηριότητας της χώρας, η οποία ήδη έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, μεγάλη προστιθέμενη αξία, πολλαπλασιαστικά οφέλη και τεράστια περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης. Ο κλάδος του Τουρισμού και το οικοσύστημά του πρέπει κατά προτεραιότητα να υποστηριχθεί με μακροπρόθεσμη στρατηγική. Είναι κρίσιμο να προστατεύσουμε την αξιοπιστία του παράλληλα με την ασφαλή διέλευση από τη στενωπό των επόμενων τουλάχιστον τριών ετών.

*O Kωνσταντίνος Αλεξόπουλος δραστηριοποιείται επαγγελματικά στον κλάδο της ελληνικής φιλοξενίας εδώ και δύο δεκαετίες με μεγάλη εμπειρία στον τομέα του hotel management, operation και consulting. Είναι CEO του Ομίλου Domotel Hotels & Resorts, η οποία διαθέτει ιστορία μεγαλύτερη των 15 ετών στη σημερινή της μορφή και κληρονομιά με δραστηριότητα στον κλάδο της φιλοξενίας από το 1965. Ακόμη είναι CEO της DHR Services εταιρείας hotel management και συμβουλευτικής.

 

 

Πηγή: naftemporiki.gr

Exit mobile version