Η “μελέτη της ευτυχίας” έχει γίνει αντικείμενο πολλών ερευνών τις τελευταίες δύο δεκαετίες, όλες εκ των οποίων συμφωνούν στο ότι η ευτυχία μας φθίνει όσο προχωράμε στη ζωή. Τα δεδομένα των ερευνών συνιστούν ότι, συνήθως, η ευτυχία των ανθρώπων μειώνεται κατά τη μετάβαση στην ηλικία των 40, και φτάνει στο κατώτερο σημείο της στα 50 έτη, για να αρχίσει να αυξάνεται ξανά μέχρι την ηλικία των 70. Από εκεί και πέρα, τα πράγματα γίνονται λιγότερο προβλέψιμα: Μετά τα 70, αρκετοί άνθρωποι παραμένουν σταθερά ευτυχισμένοι, ενώ άλλοι – κυρίως οι άνδρες – βιώνουν μία κατακόρυφη πτώση στα επίπεδα ευτυχίας τους.
Αρκετοί επιστήμονες έχουν ερευνήσει αυτόν τον “κύκλο” με στόχο να κατανοήσουν τι είναι αυτό που προκαλεί τη σταδιακή δυστυχία των ανθρώπων. Τα πορίσματά τους συνοψίζονται στην πολύ απλή εξήγηση ότι “μεγαλώνοντας, νιώθουμε όλο και πιο ασήμαντοι”. Αυτό είναι ένα συναίσθημα που, λογικά, θα έπρεπε να μην “ακουμπά” τους χαρισματικούς και καταξιωμένους ανθρώπους. Στο κάτω – κάτω, τα επιτεύγματα αποτελούν γνωστή πηγή ευτυχίας. Αν, λοιπόν, ένα τωρινό επίτευγμα μπορεί να φέρει την ευτυχία, τότε δεν θα έπρεπε και η ανάμνηση αυτού του επιτεύγματος να προσφέρει ευτυχία; Ίσως και όχι…
Αυτά που έχουμε καταφέρει να κάνουμε στην πορεία της ζωής μας, δεν αποτελούν – δυστυχώς – ασφάλεια ενάντια στην δυστυχία που νιώθουμε όσο μεγαλώνουμε. Αντιθέτως, η ανάμνηση αξιοσημείωτων επιτευγμάτων τονίζει ακόμα περισσότερο τη διαφορά στην μετέπειτα, λιγότερο αξιόλογη ζωή μας – ιδιαίτερα αν αυτά τα επιτεύγματα αποτελούν πηγή αυτοεκτίμησης.
“Δυστυχής είναι αυτός που βασίζει την ευτυχία του στην επιτυχία,” έγραψε πριν από χρόνια ο πρώην οδηγός της Formula 1, Alex Dias Ribeiro. “Για έναν τέτοιο άνθρωπο, το τέλος μίας επιτυχημένης καριέρας σημαίνει και τη γραμμή τερματισμού του. Το πεπρωμένο του είναι να πεθάνει από πικρία ή να αναζητά περισσότερη επιτυχία σε διαφορετικές καριέρες και να συνεχίζει να ζει από επιτυχία σε επιτυχία μέχρι να πεθάνει. Σε αυτήν την περίπτωση, δεν θα υπάρχει ζωή μετά την επιτυχία.“
Ο Ribeiro μιλάει με τρόπο μοναδικό για αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλούμε ως “Αρχή της Ψυχο-Επαγγελματικής Βαρύτητας”: Την ιδέα ότι η οδύνη της επαγγελματικής λησμονιάς είναι άμεσα συνδεδεμένη με το μέγεθος του επαγγελματικού κύρους που έχουμε επιτύχει, και με το συναισθηματικό δέσιμο που νιώθουμε με αυτό το κύρος. Όποιος φτάνει στην επαγγελματική επιτυχία και επενδύει στο να φτάσει ψηλά, μπορεί να υποφέρει άσχημα όταν – αναπόφευκτα – θα πέσει από την κορυφή.
Η Αρχή της Ψυχο-Επαγγελματικής Βαρύτητας μπορεί να συμβάλει στην εξήγηση των πολλών περιπτώσεων κατά τις οποίες άνθρωποι που έχουν κατορθώσει πράγματα κοσμοϊστορικής σημασίας, καταλήγουν να νιώθουν αποτυχημένοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Κάρολος Δαρβίνος, ο οποίος ήταν μόλις 22 ετών όταν ξεκίνησε την πενταετή εξερεύνησή του με το πλοίο Beagle το 1831. Όταν επέστρεψε στα 27 του, τιμήθηκε από ολόκληρη την Ευρώπη για τις ανακαλύψεις του στη φυτολογία και στη ζωολογία, και για τις πρώτες του θεωρίες της εξέλιξης.
Για τα επόμενα 30 χρόνια, ο Δαρβίνος βρισκόταν στην κορυφή της επιστημονικής ιεραρχίας αναπτύσσοντας τις θεωρίες του και εκδίδοντας βιβλία. Όσο, όμως, άρχισε να προχωρά προς τα 50 του, ο Δαρβίνος και οι έρευνές του έπεσαν σε τέλμα. Την ίδια περίοδο, ένας Αυστριακός μοναχός ονόματι Γκρέγκορ Μέντελ ανακάλυψε αυτό που χρειαζόταν ο Δαρβίνος για να συνεχίσει το έργο του: Τη θεωρία της κληρονομικότητας.
Δυστυχώς, η θεωρία του Μέντελ δημοσιεύθηκε σε ένα άσημο επιστημονικό περιοδικό, με αποτέλεσμα ο Δαρβίνος να μην την διαβάσει ποτέ. Έκτοτε, έκανε ελάχιστη πρόοδο στο έργο του. Βαθιά θλιμμένος, έγραψε σε έναν στενό του φίλο, “Δεν έχω ούτε την καρδιά ούτε τη δύναμη στην ηλικία μου να αρχίσω οποιαδήποτε μακρόχρονη έρευνα, το οποίο θα ήταν και το μόνο πράγμα που θα απολάμβανα.”
Κατά πάσα πιθανότητα, ο Δαρβίνος θα εκπλησσόταν ευχάριστα αν γνώριζε πόσο μεγάλωσε η φήμη του μετά τον θάνατό του, το 1882. Αυτό που εκείνος μπορούσε να δει στα γεράματά του ήταν ότι ο κόσμος τον είχε προσπεράσει και είχε γίνει ασήμαντος.
Σε αρκετά επαγγέλματα, η πρώιμη πτώση είναι αναπόφευκτη. Κανένας δεν περιμένει από έναν Ολυμπιονίκη να αγωνίζεται μέχρι τα 60 του. Στα επαγγέλματα, όμως, που σχετίζονται με το πνεύμα έχουμε την τάση να απορρίπτουμε σιωπηρά την αναπόφευκτη φύση της πτώσης πριν από τα πολύ βαθιά γεράματα. Πολλοί θεωρούν ότι η ποιότητα δουλειάς ενός συγγραφέα, ενός δικηγόρου, ενός στελέχους ή επιχειρηματία πρέπει να παραμένει σταθερά υψηλή μέχρι το τέλος. Κατά πάσα πιθανότητα, όμως, δεν θα είναι έτσι. Τα στατιστικά στοιχεία καθιστούν σαφές ότι για τους περισσότερους ανθρώπους, η επαγγελματική πτώση ξεκινά νωρίτερα από όσο περιμένουμε.
Με μία έρευνά του, ο επίτιμος καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Ντέιβις, Dean Keith Simonton, απέδειξε ότι κατά μέσο όρο, η επιτυχία και η παραγωγικότητα αυξάνονται για τα πρώτα 20 χρόνια από την έναρξη μίας καριέρας. Αν, λοιπόν, αρχίσετε την καριέρα σας στα 30, θα φτάσετε στο απόγειό της γύρω στα 50 και από εκεί θα αρχίσει η πτώση σας.
Η συγκεκριμένη στιγμή του απόγειου και της πτώσης ποικίλει ανάλογα με τον επαγγελματικό τομέα. Ο Benjamin Jones, καθηγητής στρατηγικής και επιχειρηματικότητας στη Σχολή Διοίκησης Κέλλογκ, μελετάει εδώ και χρόνια το πότε οι άνθρωποι έχουν τις περισσότερες πιθανότητες να κάνουν επαναστατικές επιστημονικές ανακαλύψεις και εφευρέσεις.
Ερευνώντας μεγάλους εφευρέτες και νικητές Νόμπελ του τελευταίου αιώνα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πιο συνηθισμένη ηλικία παραγωγής μεγάλων έργων είναι μεταξύ των 35 και 39 ετών. Μέσω της έρευνάς του, απέδειξε ότι η πιθανότητα σημαντικής ανακάλυψης αυξάνεται σταδιακά από τα 20 μέχρι τα τελευταία 30, και μειώνεται από τα 40 και μετά. Αν και υπάρχουν εξαιρέσεις στον κανόνα, οι πιθανότητες να ανακαλύψει μία μεγάλη καινοτομία ένας εβδομηντάρης είναι ίδιες με αυτές ενός εικοσάρη – δηλαδή, σχεδόν ανύπαρκτες.
Στο ίδιο μοτίβο κινούνται και οι λόγιοι. Όταν ο ποιητής και μυθιστοριογράφος Martin Hill Ortiz συνέλεξε δεδομένα από τα best sellers των New York Times (1960 – 2015), ανακάλυψε ότι οι συγγραφείς συνήθιζαν να φτάνουν στο απόγειο της δημιουργικότητάς τους μεταξύ των ηλικιών 40 και 50.
Η άνοδος και η πτώση των επιχειρηματιών έρχεται νωρίτερα, κατά μέσο όρο. Πολλοί επιχειρηματίες που ασχολούνται με την τεχνολογία αποκτούν φήμη και πλούτο στα 20 τους, αλλά παίρνουν τον δημιουργικό κατήφορο στα 30 τους. Το 2014, το Harvard Business Review ανέφερε ότι οι ιδρυτές επιχειρήσεων που η αξία τους υπολογίζεται από €1 δις και πάνω κυμαίνονται ηλικιακά από 20 έως 49. Ομοίως, μία έρευνα του Κολεγίου της Βοστώνης εντόπισε σημαντική ευπάθεια στην επαγγελματική πτώση λόγω ηλικίας σε διάφορους τομείς, όπως στην αστυνόμευση και στην περίθαλψη.
Με λίγα λόγια, αν το επάγγελμά σας απαιτεί πνευματική επεξεργασία ή αναλυτικές ικανότητες, τότε η παρακμή πιθανότατα θα αρχίσει νωρίτερα από όσο φαντάζεστε. Αν, λοιπόν, η παρακμή δεν είναι μόνο αναπόφευκτη αλλά επέρχεται και νωρίτερα από όσο περιμένουμε, τι πρέπει να κάνουμε όταν έρθει και για εμάς η ώρα της;
Ολόκληρα τμήματα βιβλιοπωλείων είναι αφιερωμένα στο πώς να φτάσεις στην επιτυχία. Τα ράφια είναι γεμάτα με τίτλους όπως “Η Επιστήμη της Επιτυχίας” ή “Οι Συνήθειες των Επιτυχημένων Ανθρώπων”. Κανένα τμήμα, όμως, δεν είναι αφιερωμένο στην πτώση μας από την επιτυχία. Δεν συνάντησα ποτέ κανέναν τίτλο του τύπου “Η Διαχείριση της Επαγγελματικής Παρακμής σας”…
Κάποιοι άνθρωποι, όμως, έχουν καταφέρει να διαχειριστούν την παρακμή τους αρκετά καλά. Σκεφτείτε τον διάσημο συνθέτη Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ο οποίος γρήγορα ξεχώρισε ως μουσική ιδιοφυΐα. Στην ηλικία των 65 ετών, δημοσίευσε πάνω από 1.000 συνθέσεις για όλες τις διαθέσιμες ενορχηστρώσεις της εποχής του.
Στα πρώτα χρόνια της καριέρας του, ο Μπαχ θεωρούταν εξαιρετικά χαρισματικός μουσικός και απέκτησε μεγάλο κύρος – το οποίο, όμως, δεν κράτησε για πολύ. Βασικός λόγος ήταν οι νέες μουσικές τάσεις που έφερε μεταξύ άλλων και ο ίδιος του ο γιος, Carl Philipp Emanuel (γνωστός ως C.P.E.), στις γενιές που ακολούθησαν. Πέμπτος από τα είκοσι παιδιά του Μπαχ, ο C.P.E. είχε τα ίδια μουσικά χαρίσματα με τον πατέρα του. Αν και αρίστευσε στο μπαρόκ ύφος, τον συνεπήρε ένα νέο είδος κλασικής μουσικής που τότε κατακτούσε την Ευρώπη. Όσο η κλασική μουσική αντικαθιστούσε την μπαρόκ, το κύρος του C.P.E. αυξανόταν ενώ η μουσική του πατέρα του άρχισε να θεωρείται ξεπερασμένη.
Ο Μπαχ θα μπορούσε κάλλιστα να νιώσει πικραμένος, όπως ο Δαρβίνος. Αντ’ αυτού, επέλεξε να επανασχεδιάσει τη ζωή του, και από καινοτόμος δημιουργός να γίνει δάσκαλος. Πέρασε τα δέκα τελευταία χρόνια του γράφοντας την Τέχνη της Φούγκας, ένα έργο που στόχο είχε τη διδαχή των τεχνικών της μπαρόκ μουσικής στις μελλοντικές γενιές. Τα τελευταία του χρόνια, έζησε μία πιο ήρεμη ζωή ως δάσκαλος και πατέρας.
Ποια είναι η διαφορά μεταξύ του Μπαχ και του Δαρβίνου; Και οι δύο ήταν υπερβολικά χαρισματικοί και φημισμένοι από νωρίς στη ζωή τους. Και οι δύο απέκτησαν αιώνια φήμη μετά θάνατον. Σε αυτό που διέφεραν ήταν η προσέγγισή τους στην παρακμή της μέσης ηλικίας. Όταν ο Δαρβίνος σταμάτησε να καινοτομεί, γέμισε με απελπισία και θλίψη. Η ζωή του τέλειωσε σε μία θλιβερή αδράνεια. Όταν ο Μπαχ σταμάτησε να καινοτομεί, επαναπροσδιόρισε τον εαυτό του ως ειδήμων δάσκαλος. Πέθανε νιώθοντας ολοκληρωμένος και – αν και λιγότερο διάσημος – πλήρως σεβαστός.
Το μάθημα για εμένα και για εσάς, ιδιαίτερα μετά τα 50 μας, είναι: Να είσαι περισσότερο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, και λιγότερο Κάρολος Δαρβίνος. Πώς μπορούμε, όμως, να καταφέρουμε κάτι τέτοιο;
Μία πιθανή απάντηση βρίσκεται στο έργο του Βρετανού ψυχολόγου, Raymond Cattell, που στη δεκαετία του ’40 παρουσίασε τις έννοιες της υγρής και της κρυσταλλικής νοημοσύνης. Ο Cattell όρισε ως υγρή νοημοσύνη την ικανότητα να εξηγούμε, να αναλύουμε και να επιλύουμε καινούρια προβλήματα. Η υγρή νοημοσύνη φτάνει στα υψηλότερα επίπεδά της στην πρώιμη ενήλικη ζωή και μειώνεται από τα 30 και μετά. Αυτός είναι και ο λόγος που πολλοί επιχειρηματίες πρωτοπορούν τόσο νωρίς στην καριέρα τους, ενώ οι άνθρωποι μεγαλύτερων ηλικιών δυσκολεύονται να καινοτομήσουν.
Η κρυσταλλική νοημοσύνη, από την άλλη, είναι η ικανότητα να χρησιμοποιούμε τις γνώσεις που αποκτήσαμε στο παρελθόν. Φανταστείτε το σαν να έχετε στη διάθεσή σας μία τεράστια βιβλιοθήκη, την οποία ξέρετε να χρησιμοποιείτε άριστα. Είναι η ουσία της σοφίας. Καθώς, όμως, η κρυσταλλική νοημοσύνη βασίζεται στη συσσώρευση γνώσεων, τείνει να αυξάνεται μετά τα 40 και δεν μειώνεται παρά πολύ αργότερα στη ζωή μας.
Οι καριέρες που βασίζονται κυρίως στην υγρή νοημοσύνη φτάνουν στο απόγειό τους νωρίς, ενώ εκείνες που χρησιμοποιούν περισσότερο την κρυσταλλική νοημοσύνη κορυφώνονται αργότερα. Ένα πρακτικό μάθημα που μπορούμε να αποκομίσουμε από όλο αυτό είναι να προσπαθούμε να βασίζουμε την πορεία της καριέρα μας στα δυνατά σημεία που εμμένουν, ή και αυξάνονται, αργότερα στη ζωή μας – ακριβώς όπως έκανε και ο δάσκαλος Μπαχ.
Πάντα με εξέπληττε ο τρόπος που οι πλούσιοι συνεχίζουν να δουλεύουν για να αυξήσουν τον πλούτο τους, συγκεντρώνοντας περισσότερα χρήματα από όσα θα μπορούσαν δυνητικά να ξοδέψουν. Η πλειοψηφία της ανατολικής φιλοσοφίας προειδοποιεί ότι η εστίαση στην απόκτηση πλούτου οδηγεί στη ματαιοδοξία, η οποία εκτροχιάζει την αναζήτηση της ευτυχίας. Όσο μεγαλώνουμε, δεν θα πρέπει να αποκτούμε περισσότερα. Αντιθέτως, θα πρέπει να αφαιρούμε πράγματα από τη ζωή μας ώστε να ανακαλύψουμε τους πραγματικούς εαυτούς μας.
Στην ουσία, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε τη ζωή μας σαν έναν καμβά που πρέπει να γεμίσουμε, και να αρχίσουμε να τη βλέπουμε σαν ένα κομμάτι μάρμαρου από το οποίο πρέπει να αφαιρούμε κάθε τι περιττό μέχρι να του αποδώσουμε τη μορφή που θέλουμε.
Πολλοί επιτυχημένοι άνθρωποι υποφέρουν όσο μεγαλώνουν. Υποφέρουν επειδή χάνουν τις ικανότητές τους, νικημένοι από τα πολλά χρόνια σκληρής δουλειάς. Είναι αναπόφευκτη αυτή η οδύνη – ένα είδος κοσμικής φάρσας σε όσους νιώθουν υπερηφάνεια για τα επιτεύγματά τους; Ή μήπως υπάρχει κάποιο “παραθυράκι” – ένας τρόπος αποφυγής της; Όσο μεγαλώνουμε, πρέπει να αντιστεκόμαστε στο δέλεαρ της επιτυχίας και στην εξάρτησή μας από τις επιβραβεύσεις και να εστιάζουμε σε πιο ουσιώδη πράγματα.
Η παρακμή είναι αναπόφευκτη, και έρχεται πολύ νωρίτερα από όσο θέλουμε να πιστεύουμε. Η δυστυχία, όμως, δεν είναι αναπόφευκτη. Η αποδοχή της φυσικής φθοράς των ικανοτήτων μας είναι αυτή που μας επιτρέπει να μετατοπίσουμε την προσοχή μας σε σημαντικότερες προτεραιότητες. Όσο περνούν τα χρόνια, μπορεί κι εγώ ή κι εσείς να νιώσετε ασήμαντοι. Γι’ αυτό, καλό θα ήταν να θέτουμε ως προτεραιότητα τις παρακάτω τρεις αρχές:
#1. Διαχωρίστε την ταυτότητά σας από την επαγγελματική σας ζωή.
Το μεγαλύτερο λάθος που κάνουν οι επαγγελματικά επιτυχημένοι άνθρωποι είναι ότι προσπαθούν να διατηρήσουν τη μέγιστη απόδοσή τους επ’ αόριστον, κάνοντας χρήση της υγρής νοημοσύνης που αρχίζει να φθίνει σχετικά νωρίς στη ζωή. Αυτό είναι αδύνατον. Το μυστικό είναι να απολαμβάνετε τα επιτεύγματά σας για όση διάρκεια έχουν, και να ξέρετε πότε να απομακρύνεστε από αυτά. Μιλώντας για απομάκρυνση, δεν εννοώ – φυσικά – την εγκατάλειψη της δουλειάς σας, αλλά τον σταδιακό διαχωρισμό της ταυτότητάς σας από την επαγγελματική ζωή σας. Το χρήμα, η επιτυχία, η φήμη και το επαγγελματικό κύρος σας δεν θα έπρεπε να απαντούν στην ερώτηση “Ποιος είμαι;” – ακόμα κι αν εξακολουθείτε να προοδεύετε στη καριέρα σας.
#2. Φανείτε χρήσιμοι.
Η επαγγελματική φιλοδοξία συχνά εκτοπίζει πράγματα που έχουν μεγαλύτερη αξία. Τα προσόντα και οι αρετές σας δεν έχουν αξία στο βιογραφικό σας αν δεν μεταφέρονται και στην καθημερινότητά σας. Προσπαθήστε να μετατοπίσετε το κέντρο εστίασής σας από τον εαυτό σας στους γύρω σας. Ως φύσει εγωκεντρικά πλάσματα, κάνουμε πολλά για τον εαυτό μας, αλλά ελάχιστα για τους άλλους. Όταν φαινόμαστε χρήσιμοι, όμως, η ζωή αποκτά άλλο νόημα.
#3. Αναπτύξτε δεσμούς.
Είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι η δια βίου ευτυχία συνδέεται άμεσα με την αφθονία υγιών σχέσεων. Όσο πιο σύντομα εκτοπίσετε τη δουλειά σας από τη θέση υπεροχής της για να δημιουργήστε χώρο για σημαντικότερες σχέσεις, τόσο καλύτερα θα προστατεύσετε τους εαυτούς σας από την οδύνη της επαγγελματικής πτώσης σας. Η αφιέρωση περισσότερου χρόνου σε ανάπτυξη σχέσεων, και λιγότερου σε δουλειά, δεν είναι ασύμφωνη με τη διαρκή σας πρόοδο.