Γυναικεία χειραφέτηση, ισότητα των φύλων, διακρίσεις με βάση το φύλο, μισθολογικό χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών, απουσία γυναικών από διευθυντικές θέσεις, ενδοοικογειακή βία, γυναικοκτονία και έμφυλη βία είναι κάποιες από τις φράσεις που συνδέονται με την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, η οποία τιμάται σήμερα.
Με δύσκολους αγώνες στις πλάτες τους και ένα στόχο, την ισότητα των φύλων, οι γυναίκες έχουν κατακτήσει πολλά ανά τα χρόνια. Η πανδημία, ωστόσο, του νέου κορωνοϊού ήρθε για να θέσει νέες βάσεις στα δεδομένα.
Έχει αποδειχθεί ότι η υγειονομική κρίση προώθησε αλλαγές που ήταν ήδη εν εξελίξει, όπως για παράδειγμα το άλμα με τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Δίδαξε επίσης τη σημασία της προάσπισης της συστημάτων υγείας και υπογράμμισε για άλλη μια φορά πόσο σημαντική είναι η διεθνής συνεργασία. Ανέδειξε, ωστόσο, με τον πλέον εμφατικό τρόπο τις ανισότητες που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη κοινωνία, απειλώντας από την μία να εκτοξεύσει την φτώχεια και από την άλλη να «σβήσει» την πρόοδο που έχει γίνει προς την κατεύθυνση της ισότητας των φύλων.
Τα μαθήματα της πανδημίας
Πολύ συχνά χρειάζεται μια κρίση για να εστιάσουμε στις ανισότητες, είτε νέες είτε υπάρχουσες, ώστε τελικά να δράσουμε. Αυτό ισχύει σίγουρα για την πανδημία του νέου κορωνοϊού. Ήδη πριν από το ξέσπασμα της κρίσης του Covid-19, μεγάλος αριθμός γυναικών ήταν αποκλεισμένος από την αγορά εργασίας. Η πανδημία έκανε τα πράγματα πολύ χειρότερα.
Η υγειονομική κρίση επηρέασε δυσανάλογα τις γυναίκες εργαζόμενες που είδαν να χάνουν τις δουλειές τους με μεγαλύτερη ταχύτητα από τους άνδρες. Περισσότερες είναι άλλωστε οι γυναίκες που απασχολούνται σε τομείς που έχουν πληγεί σοβαρά από την πανδημία. Τέτοιοι κλάδοι είναι ο τουρισμός, η κλάδος της φιλοξενίας και ο τομέας των ενδυμάτων.
Μεγάλος αριθμός οικιακών βοηθών, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι γυναίκες, κινδυνεύουν επίσης να χάσουν τη δουλειά τους.
Η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων στον τομέα της υγείας είναι γυναίκες, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο να μολυνθούν από τον ιό. Σύμφωνα με το UN Women, οι γυναίκες αποτελούν το 70% των εργαζομένων στον τομέα της υγείας παγκοσμίως και διαθέτουν ακόμη υψηλότερα ποσοστά στα επαγγέλματα που σχετίζονται με τη φροντίδα ασθενών, όπως η νοσηλευτική, η μαιευτική και η κοινοτική εργασία για την υγεία, τα οποία όλα απαιτούν στενή επαφή με τους ασθενείς. Οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν επιδεινώνονται από τις κακές συνθήκες εργασίας και τις χαμηλές αμοιβές, τονίζει ανάλυσή του.
Επιπλέον, η απλήρωτη εργασία που λαμβάνει χώρα στα νοικοκυριά για την φροντίδα της καθημερινής ζωής αποτελεί ένα ζωτικό τμήμα του οικονομικού συστήματος. Αυτός ο τύπος εργασίας εκτελείται κυρίως από γυναίκες και τις περισσότερες φορές δεν αναγνωρίζεται ως τέτοιος. Το κλείσιμο των σχολείων και η φροντίδα για εκείνους που αρρωσταίνουν, ανάγκασε τις γυναίκες που κατάφεραν να παραμείνουν στην εργασία τους να μειώσουν τις ώρες εργασίας τους ή να επεκτείνουν το συνολικό ωράριο εργασίας (αμειβόμενο και μη αμειβόμενο) σε μη βιώσιμα επίπεδα.
Σύμφωνα με την Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ILO), η υγειονομική κρίση παγίωσε τις ανισότητες μεταξύ των φύλων στην αγορά εργασίας και επιδείνωσε περαιτέρω τις ανισότητες μεταξύ τους στην μη αμειβόμενη εργασία χωρίς αμοιβή.
Μάλιστα σε μια αντιστροφή του τι συνέβη μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση, οι γυναίκες υπέστησαν μεγαλύτερες απώλειες σε θέσεις εργασίας αυτή τη φορά, εν μέρει επειδή απορροφώνται σε μεγάλο βαθμό σε θέσεις εργασίας που απαιτούν φυσική παρουσία. Για τους οικονομολόγους, αυτή είναι μια από τις μεγάλες αλλαγές της τρέχουσας ύφεσης, με τους άνδρες να έχουν υποστεί περισσότερες απώλειες θέσεων εργασίας από τις γυναίκες σε προηγούμενες κρίσεις.
Ο ILO εκτιμά ότι παγκοσμίως σχεδόν 510 εκατομμύρια, ή 40% όλων των απασχολούμενων γυναικών, εργάζονται σε τομείς που πλήττονται σφοδρά σε σύγκριση με το 36,6% των ανδρών . Αντίστοιχα, το χάσμα μεταξύ των φύλων για το ποσοστό των άτυπων εργαζομένων στους τομείς που έχουν πληγεί είναι πολύ μεγαλύτερο, με 42% των γυναικών να εργάζονται άτυπα σε αυτούς τους τομείς κατά την έναρξη της κρίσης, σε σύγκριση με το 32% των ανδρών.
Θα γυρίσει πίσω το ρολόι;
Η πρόοδος που έχει επιτευχθεί για τις γυναίκες στην εργασία ενδέχεται να επιστρέψει στα επίπεδα του 2017 έως το τέλος του 2021 ως αποτέλεσμα της πανδημίας του COVID-19, σύμφωνα με την ανάλυση του ετήσιου δείκτη «Women in Work» της PwC, για το 2021, που αξιολογεί την οικονομική ενδυνάμωση των γυναικών σε 33 χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OOΣΑ).
Επί εννέα χρόνια, οι χώρες του ΟΟΣΑ κατέγραφαν σταθερή πρόοδο ως προς την οικονομική ενδυνάμωση των γυναικών. Ωστόσο, λόγω του Covid-19, αυτή η τάση πλέον αντιστρέφεται, με εκτιμώμενη πτώση της τάξης του 2,1% μεταξύ 2019 και 2021, σύμφωνα με την ανάλυση της PwC.
Ο Δείκτης φαίνεται να δείχνει σημάδια ανάκαμψης το 2022, που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, αντιστοιχούν σε 0,8 μονάδες. Για να αποκατασταθεί – έστω έως το 2030 – το πλήγμα που επέφερε η πανδημία η πρόοδος προς την ισότητα των φύλων θα χρειαστεί να επιτευχθεί δυο φορές πιο γρήγορα συγκριτικά με τον έως τώρα ρυθμό της.
Μεταξύ 2019 και 2020, το ετήσιο ποσοστό ανεργίας του ΟΟΣΑ αυξήθηκε κατά 1,7 μονάδες για τις γυναίκες (από 5,7% το 2019 σε 7,4% το 2020). Στις ΗΠΑ, το ποσοστό ανεργίας των γυναικών αυξήθηκε από 4% το Μάρτιο του 2020 σε 16% τον Απρίλιο του 2020. Το ποσοστό ανεργίας των γυναικών παρέμεινε υψηλό για το υπόλοιπο του 2020, κλείνοντας το Δεκέμβριο του 2020 σε 6,7%, 3 μονάδες υψηλότερο από τον Δεκέμβριο του 2019. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο πλήρης αντίκτυπος των απωλειών θέσεων εργασίας από το COVID-19 δεν έχει ακόμη εκτιμηθεί λόγω των μέτρων στηριξης, αλλά τα δεδομένα δείχνουν ότι οι γυναίκες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να χάσουν τη δουλειά τους όταν τελειώσουν αυτά τα προγράμματα. Μεταξύ Ιουλίου και Οκτωβρίου 2020, συνολικά 15,3 εκατ. θέσεις εργασίας τέθηκαν σε αναστολή στο Ηνωμένο Βασίλειο. Από αυτές και για όσες ήταν γνωστό το φύλο, το 52% αυτών ήταν γυναικείες, παρόλο που οι γυναίκες που αποτελούν μόνο το 48% του εργατικού δυναμικού της χώρας.
Το δυσανάλογο βάρος της μη αμειβόμενης φροντίδας και ο φόβος του πισωγυρίσματος
Πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, οι γυναίκες περνούσαν κατά μέσο όρο έξι περισσότερες ώρες από τους άνδρες σε μη αμειβόμενη παιδική φροντίδα, κάθε εβδομάδα (σύμφωνα με έρευνα του UN Women).
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι γυναίκες έχουν πάρει ακόμη μεγαλύτερο μερίδιο ξοδεύοντας 7,7 περισσότερες ώρες την εβδομάδα για μη αμειβόμενη εργασία. Αυτή η «δεύτερη βάρδια» ισοδυναμεί με 31,5 ώρες την εβδομάδα. σχεδόν μια επιπλέον εργασία πλήρους απασχόλησης.
«Ό,τι έχουμε καταφέρει μέσα σε 25 χρόνια μέχρι και σήμερα θα μπορούσε να χαθεί μέσα σε ένα χρόνο», είχε προειδοποιήσει τον περασμένο Νοέρμβιο η Ανίτα Μπατία, αναπληρώτρια διευθύντρια του UN Women. Σύμφωνα με την Μπατία, το βάρος της φροντίδας ενέχει ένα «πραγματικό κίνδυνο να επιστρέψουμε σε στερεότυπα για το φύλο που ίσχυαν την δεκαετία του 1950».
Αυτή η αύξηση της μη αμειβόμενης εργασίας έχει ήδη μειώσει τη συμβολή των γυναικών στην οικονομία. Εάν διαρκέσει αυτή η επιπλέον επιβάρυνση, θα αναγκάσει περισσότερες γυναίκες να εγκαταλείψουν μόνιμα την αγορά εργασίας, αντιστρέφοντας την πρόοδο προς την ισότητα των φύλων και μειώνοντας την παραγωγικότητα της οικονομίας.
Ενώ ορισμένες γυναίκες μπορούν να επιλέξουν να αποχωρήσουν προσωρινά από το εργατικό δυναμικό λόγω του COVID-19 με την πρόθεση να επιστρέψουν μετά την πανδημία, η έρευνα δείχνει ότι τα διαλείμματα αυτά έχουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στις προοπτικές της αγοράς εργασίας των γυναικών και οι γυναίκες θα επιστρέψουν σε χαμηλότερους μισθούς και χαμηλότερες προοπτικές στις θέσεις εργασίας.
Η ισότητα των φύλων επηρεάζει την οικονομική ανάπτυξη
Η απώλεια γυναικών από το εργατικό δυναμικό «όχι μόνο αντιστρέφει την πρόοδο προς την ισότητα των φύλων, αλλά επηρεάζει επίσης την οικονομική ανάπτυξη» σχολίασε η Λορις Στίλοου, οικονομολόγος της PwC.
Στην κατάταξη των 33 χωρών που αναλύθηκαν στην έκθεση, με βάση τα δεδομένα του 2019, η PwC διαπίστωσε ότι η Ισλανδία και η Σουηδία διατήρησαν τη θέση τους ως χώρες με τις καλύτερες επιδόσεις για την πρόοδο των γυναικών στο χώρο εργασίας.
Η Νέα Ζηλανδία «μετακόμισε» στην τρίτη θέση, χάρη στην πρόοδο που κατάφερε κλείνοντας το χάσμα στις αμοιβές μεταξύ των φύλων και στην αύξηση του αριθμού των γυναικών εργαζομένων πλήρους απασχόλησης.
Στην πραγματικότητα, η ανάλυση της PwC έδειξε ότι αν η απασχόληση των γυναικών στις χώρες του ΟΟΣΑ αυξηθεί τόσο όσο το αντίστοιχο ποσοστό της Σουηδίας, αυτό «μεταφράζεται» σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 6 τρισ. δολάρια ετησίως σε αυτήν την ομάδα 37 χωρών, ενώ το κλείσιμο του χάσματος στις αμοιβές μεταξύ των δύο φύλων θα προσθέτει 2 τρισ. δολάρια στο ΑΕΠ του ΟΟΣΑ κάθε χρόνο.
naftemporiki.gr