Παιχνίδι για μεγάλους πλέον το Airbnb

Σε… επαγγελματική υπόθεση τείνει να μετατραπεί η δραστηριότητα των βραχυχρόνιων μισθώσεων στην Ελλάδα. Αρχικά ο έντονος ανταγωνισμός και πλέον η κατάρρευση των εσόδων, εξαιτίας της πανδημίας, έχουν ωθήσει εκτός του κλάδου μεγάλη μερίδα ιδιωτών, οι οποίοι μίσθωναν το ακίνητό τους για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Δεν ισχύει το ίδιο και για τις εταιρείες διαχείρισης ακινήτων, οι οποίες έχοντας υψηλή εξειδίκευση και παρέχοντας ευρύ φάσμα υπηρεσιών, κερδίζουν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς. Ασφαλώς, η τάση αυτή προϋπήρχε της πανδημίας, ωστόσο το τελευταίο διάστημα έχει κορυφωθεί, καθώς από τον Μάρτιο και μέχρι τις 12 Οκτωβρίου, μόνο από το κέντρο της Αθήνας έχουν αποχωρήσει 3.650 ακίνητα, με τους ιδιοκτήτες τους να επιλέγουν τη μακροχρόνια μίσθωση για την άντληση εσόδων.

Στην περίπτωση της Ελλάδας και δη της Αθήνας, η επαγγελματική διαχείριση των ακινήτων αφορά συνήθως εταιρείες που εξειδικεύονται στη βραχυχρόνια μίσθωση, ή επενδυτές, οι οποίοι αρχικά δημιούργησαν ένα δικό τους χαρτοφυλάκιο ακινήτων και στη συνέχεια προχώρησαν και στην παροχή υπηρεσιών διαχείρισης προς τρίτους, θέλοντας να κεφαλαιοποιήσουν την τεχνογνωσία που ανέπτυξαν. Ετσι, ακόμα κι εν μέσω πανδημίας, οι εταιρείες αυτές κατόρθωσαν να έχουν πολύ καλύτερες επιδόσεις, σε σχέση με τον μέσον όρο της αγοράς των βραχυχρόνιων μισθώσεων.
Οπως αναφέρει στην «Κ» ο κ. Δημήτρης Ρίζος, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Homm, «παρά τις αντίξοες συνθήκες που δημιούργησε η υγειονομική κρίση, πετύχαμε πληρότητα, η οποία άγγιξε το 85%, με παράλληλη όμως μείωση της μέσης τιμής ανά διανυκτέρευση κατά 25%, με αποτέλεσμα η μέση τιμή στα ακίνητά μας να διαμορφώνεται σε 48 ευρώ/διανυκτέρευση». Η Homm διαθέτει 104 ιδιόκτητα ακίνητα, ενώ διαχειρίζεται και 210 καταλύματα τρίτων. Μεταξύ των πελατών της εταιρείας, συγκαταλέγονται επενδυτές από την Κίνα, το Ισραήλ, τις ΗΠΑ, αλλά και την Ελλάδα.
Αισιόδοξα είναι τα μηνύματα που εκπέμπει και η Mint, η οποία διαχειρίζεται περίπου 300 ακίνητα σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Κρήτη, Πάρο και Χαλκιδική. Σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας, κ. Νάσο Γαβαλά, «με βάση τα μηνιαία έσοδα ανά ακίνητο, κινηθήκαμε τουλάχιστον 30%-40% πάνω από τον μέσον όρο της αγοράς, από τον Ιούλιο και μετά». Κατά τον ίδιο, η σωστή τιμολόγηση των ακινήτων και η παροχή σειράς υπηρεσιών για την κάλυψη κάθε ανάγκης του επισκέπτη συνιστούν τα στρατηγικά πλεονεκτήματα της Mint και γενικότερα των επαγγελματιών του κλάδου. Παράλληλα, όπως σημειώνει, «μια εταιρεία μπορεί να προβάλει ένα ακίνητο σε πολλές πλατφόρμες ταυτόχρονα, κάτι που ο μεμονωμένος οικοδεσπότης δυσκολεύεται να πράξει, γιατί πρέπει να διαθέτει εργαλεία συγχρονισμού. Εμείς, μπορούμε επίσης να μεταφέρουμε τον επισκέπτη σε άλλο ακίνητό μας, αν π.χ. σε αυτό που έχει μισθώσει, παρουσιαστεί κάποια έκτακτη βλάβη».

Εν τω μεταξύ, η Mint έχει επεκταθεί και σε άλλες κατηγορίες μισθώσεων, προκειμένου να δια-τηρεί τα έσοδα από τα ακίνητα που διαχειρίζεται σε υψηλό επίπεδο. Συγκεκριμένα, έχει συνάψει συνεργασία με τη Λυρική Σκηνή για τη φιλοξενία καλεσμένων της. Επίσης, συνεργάζεται με μεγάλες εμπορικές αλυσίδες, όπως η Praktiker και η Jumbo, φιλοξενώντας υπαλλήλους τους, οι οποίοι ταξιδεύουν στην Αθήνα για να παρακολουθήσουν εκπαιδευτικά προγράμματα. Κατά κανόνα, οι μισθώσεις αυτές είναι μέσης διάρκειας, από έναν μέχρι κι έξι μήνες, εξασφαλίζοντας σημαντικά έσοδα, ιδίως αυτήν την περίοδο, που απουσιάζουν οι επισκέπτες από το εξωτερικό.

Αναφορικά με το μέλλον, ο κ. Ρίζος σημειώνει ότι «το 2021 αναμένουμε μια αύξηση της ζήτησης, από 15% μέχρι και 45%, στο αισιόδοξο σενάριο. Ο δικός μας στόχος, ανεξάρτητα από το πώς θα κινηθεί η αγορά, είναι να επιτύχουμε αύξηση 35% για τα καταλύματά μας». Κατά τον ίδιο, «η νέα τάξη πραγμάτων επιβάλλει τη συγκέντρωση πολλαπλών καταλυμάτων υπό τη σκέπη των μεγάλων εταιρειών διαχείρισης, οι οποίες εξασφαλίζουν αύξηση της πληρότητας και των εσόδων των ακινήτων». Ωστόσο, ο κ. Ρίζος θεωρεί ότι μια ισχυρή ανάκαμψη της ζήτησης για υπηρεσίες βραχυχρόνιας μίσθωσης από τα μέσα του 2021 και μετά θα δημιουργήσει ευκαιρίες και για μια νέα γενιά μεμονωμένων ιδιοκτητών ακινήτων. «Ωστόσο, η επαγγελματική διαχείριση,  η ασφάλεια και η υψηλή απόδοση που προσφέρουν οι σοβαρές εταιρείες του χώρου θα είναι πάντα αυτές που θα επικρατούν στη συγκεκριμένη αγορά», καταλήγει ο κ. Ρίζος.

Διεθνής τάση

Το αποτέλεσμα είναι ότι πλέον στην Αθήνα, το 50,8% των αγγελιών που είναι αναρτημένες στην ψηφιακή πλατφόρμα Airbnb αφορά ακίνητα που διαχειρίζονται επαγγελματίες. Με βάση τη διεθνή εικόνα, η τάση αυτή είναι εμφανής στις περισσότερες αγορές του εξωτερικού. Μάλιστα, όσο μεγαλύτερη είναι η εποχικότητα μιας αγοράς, παρατηρείται και υψηλότερο ποσοστό διείσδυσης των επαγγελματιών, ιδίως στην περίπτωση του ευρωπαϊκού Νότου ή των αμερικανικών μεγαλουπόλεων, όπου άλλωστε η Airbnb είναι καθημερινή πραγματικότητα για περισσότερα χρόνια. Για παράδειγμα, στη Λισσαβώνα, το σχετικό ποσοστό ανέρχεται πλέον σε 67%, ενώ στη Βαρκελώνη διαμορφώνεται σε 65,3%. Στη Ρώμη, οι επαγγελματίες αποτελούν το 62% και στο Λονδίνο το 49,4%. Ενα ακόμα βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από την ανάλυση των στοιχείων αυτών, είναι η αύξηση των σχετικών ποσοστών στο σύνολο των πόλεων, συγκριτικά με την περίοδο πριν από την πανδημία.

 

 

Πηγή: kathimerini.gr

Exit mobile version