Σημαντική πληθωριστική αύξηση του κύκλου εργασιών του είχε ο Όμιλος Ελληνικές Υπεραγορές Σκλαβενίτη ο οποίος έφθασε στο ιστορικό υψηλό των σχεδόν 4,5 δισ ευρώ. Την ίδια ώρα, με βάση τις οικονομικές καταστάσεις που δημοσιοποίησε, η κερδοφορία του πιέστηκε κατά 26%. Κάτι που κύκλοι της αλυσίδας αποδίδουν στην απορρόφηση σημαντικού μέρους του αυξημένου κόστους λειτουργίας της εταιρείας και των ανατιμήσεων που επιβλήθηκαν από προμηθευτές σε προϊόντα.
Συγκεκριμένα ο κύκλος εργασιών του Ομίλου αυξήθηκε κατά 12% φθάνοντας τα 4,47 δισ. ευρώ, από 3,98 δισ. ευρώ το 2021. Το κόστος πωλήσεων του Ομιλου αυξήθηκε στα 3,31 δισ ευρώ, από 2,92 δισ ευρώ ένα χρόνο πριν. Παρ’ όλα αυτά τα μικτά κέρδη αυξήθηκαν στο 1,16 δισ ευρώ, από 1,06 δισ ευρώ το 2021.
Τα κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων ανήλθαν σε 276,4 εκατ. ευρώ, από 292,7 εκατ. ευρώ το 2021.
Τα κέρδη προ φόρων ανήλθαν σε 78,5 εκατ. ευρώ, από 92,5 εκατ. ευρώ το 2021, ποσοστό 1,75% επί του συνολικού κύκλου εργασιών. Τα καθαρά, μετά τους φόρους κέρδη, υποχώρησαν σε 58,17 εκατ. ευρώ έναντι 61,08 εκατ. ευρώ.
Η μητρική εμφάνισε κύκλο εργασιών 3,7 δισ ευρώ, από 3,3 δισ ευρώ το 2021. Το κόστος πωλήσεων της μητρικής αυξήθηκε στα 2,73 δισ ευρώ, από 2,41 δισ ευρώ ένα χρόνο πριν. Παρ’ όλα αυτά τα μικτά κέρδη αυξήθηκαν στα 984 εκατ. ευρώ, από 903,13 εκατ. ευρώ το 2021. Τα κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων ανήλθαν σε 226 εκατ. ευρώ, έναντι 251,2 εκατ. ευρώ το 2021. Τα κέρδη προ φόρων ανήλθαν σε 60,1 εκατ., από 82,3 εκατ. ευρώ το 2021, ποσοστό 1,6% επί του συνολικού κύκλου εργασιών. Τα καθαρά, μετά τους φόρους κέρδη, υποχώρησαν σε 45,32 εκατ. ευρώ έναντι 55,5 εκατ. ευρώ.
Παρ’ όλα αυτά ο Όμιλος εμφανίζεται να έχει δημιουργήσει 2.352 νέες θέσεις εργασίας. Έτσι το σύνολο των εργαζομένων του στο τέλος του 2022 ήταν 29.800, επιβεβαιώνοντας και το status του μεγαλύτερου ιδιώτη εργοδότη στη χώρα.
Σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις, ο Όμιλος εμφανίζει αύξηση των μακροπρόθεσμων δανείων, τα οποία τώρα εμφανίζονται να είναι 688,15 εκατ. ευρώ από 604,82 εκατ. ευρώ ένα χρόνο πριν. Τα βραχυπρόθεσμα τραπεζικά δάνεια περιορίστηκαν στα 51,89 εκατ. ευρώ, έναντι 53,27 εκατ. ευρώ το 2021.
Συνολικά οι υποχρεώσεις του ομίλου στις 31 Δεκεμβρίου 2022 ήταν 3,38 δισ ευρώ, από 3,25 δισ ευρώ ένα χρόνο πριν. Το σύνολο καθαρής θέσης του ήταν 241,71 εκατ. ευρώ.
Επενδύσεις & deals
Πέραν της σημαντικής συγκράτησης των τιμών, η Ελληνικές Υπεραγορές Σκλαβενίτη εντός της προηγούμενης χρονιάς υλοποίησε επενδυτικό πρόγραμμα άνω των 50 εκατ. ευρώ.
Το επενδυτικό πλάνο εστίαζε:
-στην ενίσχυση του Δικτύου της, μέσω του νέου Hypermarket στη Νέα Φιλαδέλφεια και της απόκτησης 9 Καταστημάτων στην περιοχή των Ιωαννίνων από την SEP Markets Παπαδόπουλος
-στην ενίσχυση των υποδομών που εξυπηρετούν το eMarket ΣΚΛΑΒΕΝΙΤΗΣ, μέσω της δημιουργίας νέου Darkstore στην περιοχή της Κηφισιάς για τη βέλτιστη εξυπηρέτηση των ηλεκτρονικών παραγγελιών στη Βορειοανατολική Αττική
-στην ανακαίνιση 20 Καταστημάτων
-στη δημιουργία σταθμών ηλεκτροφόρτισης σε 160 Καταστήματα σε όλη την Ελλάδα ως το τέλος του 2023, σε συνεργασία με την ΔΕΗ, δημιουργώντας ένα εκτενές δίκτυο σταθμών ηλεκτρικής φόρτισης στη χώρα.
Η στρατηγική επέκτασης συνεχίζεται και φέτος. Στο α’ τρίμηνο η εταιρεία προέβη στην απόκτηση τεσσάρων καταστημάτων στην περιοχή της ανατολικής Αττικής από την εταιρεία λιανικού εμπορίου ΓΕΓΟΣ SUPER MARKET AE, τα οποία ενσωματώθηκαν στο δίκτυο της. Επίσης, στα μέσα του β’ τριμήνου 2023, προέβη στην εξαγορά του συνόλου των μεριδίων της εταιρείας λιανικού εμπορίου ΣΑΝΙΔΑΣ – ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΙΚΕ, η οποία δραστηριοποιείται στην περιοχή της Θεσσαλίας με οκτώ καταστήματα.
Επιπλέον από την 1η Νοεμβρίου 2022, προχώρησε σε αυξήσεις αποδοχών ύψους 17 εκατ. ευρώ ετησίως για την πλειοψηφία των Εργαζομένων της και σε χορήγηση έκτακτης παροχής συνολικού ύψους 5,9 εκατ. ευρώ για το σύνολο του Ανθρώπινου Δυναμικού της.
Υπενθυμίζεται πως το 2022 ήταν μία χρονιά που ο κλάδος του οργανωμένου λιανεμπορίου, εντός και εκτός Ελλάδας, βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα πρωτόγνωρο κύμα ανατιμήσεων που επηρέασε όλες τις κατηγορίες τρόφιμων και βασικών καταναλωτικών αγαθών, ως συνέπεια των γεωπολιτικών εξελίξεων μεταξύ Ρωσίας – Ουκρανίας και των ιστορικά υψηλών τιμών που σημειώθηκαν στην ενέργεια, στις πρώτες ύλες και στα καύσιμα.