Από το ξέσπασμα του κορωνοϊού, οι κυβερνήσεις επικεντρώθηκαν στο να κάνουν όλα όσα περνούσαν από το χέρι τους για να περιορίσουν τις επιπτώσεις του. Οι δέσμες μαζικών δημοσιονομικών μέτρων, που δόθηκαν για τον λόγο αυτό, συνέβαλαν στο να προστατεύσουν ανθρώπους και θέσεις εργασίας. Τα μέτρα στο πεδίο της δημόσιας υγείας, που αποσκοπούσαν στη συγκράτηση της εξάπλωσης του ιού, όπως λόγου χάριν τα ευρείας κλίμακος τεστ, η ιχνηλάτηση και οι ενημερωτικές εκστρατείες, συνέβαλαν στο να δημιουργηθούν συνθήκες κατάλληλες για την ασφαλή επανέναρξη της οικονομικής δραστηριότητας.
Τα επιδόματα ανεργίας και η επιδότηση των μισθών στις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες βοήθησαν στη διατήρηση είτε της απασχόλησης είτε του βιοτικού επιπέδου, διότι η άμεση παροχή χρημάτων αποδείχθηκε πολύ χρήσιμη ειδικά για τους φτωχούς, όσους εργάζονταν σε καθεστώς ελαστικής μορφής απασχόλησης και τους αυτοαπασχολούμενους. Η δε ρευστότητα προς τις εταιρείες απέτρεψε μαζικές απολύσεις και πτωχεύσεις. Κι αυτό είναι ζωτικής σημασίας ειδικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες απασχολούν μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού μιας χώρας.
Η δημοσιονομική δράση για τη διαχείριση της κρίσης υπήρξε πρωτοφανής, αλλά οι επιμέρους ανά χώρα πρωτοβουλίες καθορίστηκαν από την ευκολία τους στο να δανειστούν και από τα προ πανδημίας επίπεδα του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους τους. Στις προηγμένες οικονομίες και ορισμένες αναδυόμενες, οι αγορές ομολόγων από τις κεντρικές τράπεζες βοήθησαν να διατηρηθούν τα επιτόκια σε πρωτόγνωρα χαμηλά επίπεδα, οπότε να διευκολυνθεί και ο δανεισμός των κρατών.
Στις δε υπερχρεωμένες χώρες, οι κυβερνήσεις είχαν πολύ περιορισμένα περιθώρια να αυξήσουν τον δημόσιο δανεισμό, γεγονός που και ελάττωσε τις δυνατότητές τους να δώσουν ενισχυμένη αρωγή στους βαρύτερα πληγέντες. Καθώς σταδιακά επαναλειτουργούν οι οικονομίες, αλλά η αβεβαιότητα για την εξέλιξη του ιού παραμένει, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης δεν θα αποσυρθούν απότομα, αλλά θα πρέπει να γίνουν επιλεκτικά και να μην εμποδίσουν τους αναγκαίους κλαδικούς μετασχηματισμούς.
Οπότε, η αρωγή θα πρέπει να μετατοπισθεί από τη διατήρηση παλαιών θέσεων εργασίας στο να επαναφέρουν τους εργαζομένους σε καθεστώς απασχόλησης και να εστιασθεί στο να στηρίξει βιώσιμες πλην ευάλωτες εταιρείες να ανοίξουν και πάλι. Οι αναδυόμενες οικονομίες και οι φτωχές χώρες, οι οποίες δυσκολεύονται να έχουν πρόσβαση στη χρηματοδότηση, θα πρέπει να κατορθώσουν πιο πολλά με πιο λίγα, βάζοντας νέες προτεραιότητες στις δημόσιες δαπάνες και διασφαλίζοντας ότι αυτές ξοδεύονται αποτελεσματικά.
Ορισμένες ίσως χρειαστούν και άλλη θεσμική οικονομική βοήθεια και ελάφρυνση χρέους. Οι κυβερνήσεις, πάντως, θα πρέπει να υιοθετήσουν επιπλέον μέτρα για να βελτιωθεί η συμμόρφωση με τις φορολογικές απαιτήσεις, καθώς και νέα φορολογία επί των υψηλών εισοδημάτων και των πολύ κερδοφόρων επιχειρήσεων. Τα συνεπαγόμενα έσοδα θα τις συνδράμουν στο να χρηματοδοτήσουν θεμελιώδεις υπηρεσίες προς τους πολίτες, όπως είναι η περίθαλψη και η κοινωνική πρόνοια – κι αυτό διότι η κρίση της πανδημίας έχει πλήξει δυσανάλογα τα φτωχότερα τμήματα της κοινωνίας. Αφ’ ης στιγμής τώρα τεθεί υπό έλεγχο η πανδημία, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να δώσουν κίνητρα για την ανάκαμψη, ενώ παράλληλα θα διαχειρίζονται τα όσα άφησε πίσω της η κρίση, όπως είναι τα ογκώδη δημοσιονομικά ελλείμματα και το υψηλό δημόσιο χρέος. Οσες χώρες έχουν δημοσιονομικά περιθώρια και φέρουν βαρύ πλήγμα από την κρίση, οφείλουν να δίδουν προσωρινή δημοσιονομική στήριξη, οργανώνοντας την αποκατάσταση των πραγμάτων μεσοπρόθεσμα.
*Οι Vitor Gaspar, Paulo Medas, John Ralyea και Elif Ture είναι στελέχη του ΔΝΤ.