Η διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας αλλά και η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας είναι τα δύο κλειδιά που θα «ξεκλειδώσουν» την αναβάθμιση της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα, σημειώνει η S&P Global Ratings, την ώρα που όλα τα βλέμματα στρέφονται στο review που έχει προγραμματίσει ο οίκος αξιολόγησης για τις 20 Οκτωβρίου.
Υπενθυμίζεται ότι η S&P αξιολογεί την Ελλάδα με ΒΒ+ και θετικές προοπτικές, δηλαδή ένα σκαλοπάτι πριν από την επενδυτική βαθμίδα.
Και ενώ οι προσδοκίες για αναβάθμιση στις 20 Οκτωβρίου είναι μεγάλες, οι αναλυτές του οίκου ξεκαθαρίζουν ότι θέλουν να δουν τις επόμενες κινήσεις της κυβέρνησης και δεν θα βιαστούν να πάρουν αποφάσεις.
«Μετά τις εκλογές, οι πιθανότητες για το θετικό σενάριο είναι μεγαλύτερες», δήλωνε προ ημερών ο Samuel Tilleray, Sovereign Ratings Analyst της S&P, στο FinForum 2023. «Υπάρχει μία νέα κυβέρνηση, ένα νέο υπουργικό συμβούλιο, ένας νέος υπουργός Οικονομικών. Κι αυτές είναι αλλαγές που φέρνουν μία αβεβαιότητα. Είμαστε κοντά, αλλά δεν έχουμε φτάσει ακόμα. Έχουμε χρόνο μπροστά μας μέχρι την επόμενη αξιολόγηση».
Αναφερόμενος στο review της 20ης Οκτωβρίου, ο αναλυτής είχε πει: «Πριν από αυτή την ανακοίνωση, θα πρέπει να δούμε αν έχουμε αρκετές πληροφορίες για να αλλάξουμε την αξιολόγηση», ξεκαθαρίζοντας ότι εφόσον ο οίκος δεν έχει αρκετές πληροφορίες μέχρι τότε, δεν θα διστάσει να περιμένει. «Δεν θα βιαστούμε να λάβουμε μία απόφαση. Αντιμετωπίζουμε την Ελλάδα όπως κάθε άλλη χώρα και θέλουμε να είμαστε σίγουροι ότι θα λάβουμε τη σωστή απόφαση».
Βέβαια, σε σημερινή ανάλυσή της, η S&P αναγνωρίζει ότι η Ελλάδα κινείται αντίθετα στην εικόνα που δίνουν οι μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης. Οι θετικές προοπτικές που έχει δώσει στην ελληνική αξιολόγηση ο οίκος είναι αποτέλεσμα των ισχυρών οικονομικών και δημοσιονομικών αποτελεσμάτων της χώρας. Και αυτό, την ώρα που καμία από τις μεγάλες ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης δεν εμφανίζει πρωτογενές πλεόνασμα για φέτος, ενώ με την εξαίρεση της Ιταλίας, οι κυβερνήσεις σχεδιάζουν μια πολύ σταδιακή μόνο μείωση των ελλειμμάτων τους τα επόμενα τρία χρόνια. Αντίθετα, η Ελλάδα, όπως και άλλες μικρές χώρες (Ανδόρα, Ιρλανδία, Λιχτενστάιν, Ολλανδία, Πορτογαλία, Σουηδία και Ελβετία) εμφάνισαν πρωτογενή πλεονάσματα το 2022.
Όπως σημειώνει η S&P, το 2023 είναι μια μεταβατική χρονιά για τα ευρωπαϊκά κράτη, καθώς σταδιακά από το 2024 θα αρχίσει η σύσφιγξη της δημοσιονομικής πολιτικής και αυτό πιθανότατα θα γίνει ταυτόχρονα με την επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης.
Σε αυτό το περιβάλλον, ο οίκος εξηγεί ότι οι θετικές προοπτικές της Ελλάδας είναι αποτέλεσμα της εκτίμησής του ότι η χώρα θα δώσει συνέχεια στο ισχυρό ιστορικό εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που έχει. Επιπλέον, θετικά επιδρά το γεγονός ότι η Αθήνα μείωσε το δημοσιονομικό της έλλειμμα γρηγορότερα από ό,τι αναμενόταν, με την S&P να χαρακτηρίζει τη βελτίωση ως διατηρήσιμη.
Στο πλαίσιο αυτό, οι αναλυτές δηλώνουν ότι θα μπορούσαν να αναβαθμίσουν την αξιολόγηση τους επόμενους 12 μήνες εάν η δημοσιονομική πειθαρχία διατηρηθεί κατά την περίοδο προβλέψεών τους, έως το 2026. Η αναβάθμιση εξαρτάται, επίσης, από τη διατήρηση του ρυθμού των μεταρρυθμίσεων.
Στο αρνητικό σενάριο, οι προοπτικές της ελληνικής αξιολόγησης θα μπορούσαν να υποβαθμιστούν σε σταθερές τους επόμενους 12 μήνες εάν υπάρξει σημαντική απόκλιση στην εκτέλεση του προϋπολογισμού σε σχέση με τις τρέχουσες προβλέψεις και εάν επιδεινωθούν περισσότερο από ό,τι αναμένεται οι εξωτερικές ανισορροπίες, όπως το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών.
Σημειώνεται ότι οι προβλέψεις της S&P για την ελληνική οικονομία μιλούν για ανάπτυξη 2,5% φέτος, 2,4% το 2024, 2,9% το 2025 και 3,1% το 2026.