Η χρηματιστηριακή αγορά χρησιμοποιείται συχνά λαθεμένο ως “βαρόμετρο” για την οικονομία, ειδικά σε πολιτικές συζητήσεις. Ωστόσο, η αγορά δεν κινείτο στην πραγματικότητα ποτέ σε αρμονική συνάφεια με την οικονομία. Σήμερα, δε, η σύνδεση μεταξύ των δύο είναι ασθενέστερη από οποιαδήποτε άλλη στιγμή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι λόγοι αυτής της αποσύνδεσης, επιπλέον, υποδηλώνουν ότι η σχέση θα χαλαρώσει ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια.
Τρέχουσα κατάσταση έναντι μελλοντικών προσδοκιών
Ένας βασικός λόγος για τον οποίο η συσχέτιση μεταξύ των αγορών μετοχών και της πραγματικής οικονομικής δραστηριότητας δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα ισχυρή είναι ότι οι τιμές των μετοχών καθοδηγούνται από τις προσδοκίες για το μέλλον και όχι από τις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες και μπορούν επίσης να επηρεαστούν σημαντικά από τις αλλαγές στο επιτόκιο που χρησιμοποιείται για την προεξόφληση μελλοντικών κερδών.
Καθώς η οικονομία έχει εξελιχθεί σε μια κατεύθυνση ενίσχυσης των κλάδων των υπηρεσιών όπως η υγειονομική περίθαλψη και η εκπαίδευση και, καθώς τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια έχουν εξελιχθεί σε δύναμη με μεγαλύτερη ισχύ, το χρηματιστήριο έχει καταστεί ακόμη λιγότερο αντιπροσωπευτικό της τρέχουσας οικονομικής δραστηριότητας.
Νέα έρευνα από τον Frederik Schlingemann του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ και τον Rene Stulz του Πανεπιστημίου του Οχάιο καταγράφει την πορεία που έχουν ακολουθήσει τα πράγματα.
Εισηγμένες και απασχόληση
Το 1973, το 41% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα στις ΗΠΑ απασχολούνταν από εισηγμένες εταιρείες. Μέχρι το 2019, το ποσοστό αυτό είχε υποχωρήσει στο 29%.
Μεταξύ, δε, των εισηγμένων εταιρειών, η απασχόληση παίζει τώρα μικρότερο ρόλο σε σχέση με άλλοτε στην εξήγηση της κεφαλαιοποίησης: τη δεκαετία του 1970, οι διαφορές στην απασχόληση μεταξύ των εταιρειών ήταν συμμετρικές τουλάχιστον κατά το ήμισυ με τις διαφορές στην κεφαλαιοποίηση. Πλέον αντιπροσωπεύουν μόνο το ένα πέμπτο της διαφοροποίησης των αγοραίων αξιών.
Πώς εξηγείται το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ των τιμών των μετοχών και της απασχόλησης; Οι Schlingemann και Stulz επισημαίνουν ότι οι κλαδικές μεταβολές σε ολόκληρη την οικονομία αποτελούν τον σημαντικότερο παράγοντα.
Οι εταιρείες του κλάδου της μεταποίησης, με σημαντική φυσική επένδυση, στρέφονται συχνά στις αγορές μετοχικών τίτλων για τις σημαντικές χρηματοδοτικές τους ανάγκες. Οι εταιρείες παροχής υπηρεσιών είναι λιγότερο πιθανό να είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο.
Μόνον το 4% των εργαζομένων στην εκπαίδευση και τις υπηρεσίες υγείας απασχολούνται από εισηγμένες επιχειρήσεις, σε σύγκριση με περισσότερα από τα τρία τέταρτα των εργαζομένων στη μεταποίηση
Έτσι, η αυξανόμενη αποσύνδεση μεταξύ του χρηματιστηρίου και των θέσεων εργασίας είναι σε μεγάλο βαθμό μια ιστορία της μετάβασης της αμερικανικής οικονομίας στις υπηρεσίες τις τελευταίες αρκετές δεκαετίες.
Το 1973, η μεταποίηση απασχολούσε το 30% των εργαζομένων. Η απασχόληση στον τομέα μειώθηκε κατά περισσότερο από 2 εκατομμύρια άτομα έκτοτε και το μερίδιο της συνολικής απασχόλησης στη μεταποίηση μειώθηκε κατά σχεδόν κατά τα δύο τρίτα.
Ταυτόχρονα, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, η απασχόληση στους τομείς της εκπαίδευσης, των υπηρεσιών υγείας, των επαγγελματικών επιχειρηματικών υπηρεσιών και της ψυχαγωγίας και φιλοξενίας αυξήθηκε κατά περισσότερο από 200%.
Εάν οι εταιρείες εκπαίδευσης και υγειονομικής περίθαλψης ήταν τόσο επιρρεπείς όσο οι μεταποιητικές εταιρείες στο να εκμεταλλεύονται τα χρηματιστήρια, τότε οι εισηγμένες εταιρείες θα αντιπροσώπευαν το 43% του συνόλου των εργαζομένων το 2019 – ποσοστό ελαφρώς μεγαλύτερο εκείνου του 1973.
Με άλλα λόγια, η στροφή της απασχόλησης προς τις υπηρεσίες και μακριά από την μεταποιητική δραστηριότητα έχει διευρύνει την αποσύνδεση μεταξύ του χρηματιστηρίου και της αγοράς εργασίας.
Η αύξηση των ιδίων κεφαλαίων και η διόγκωση της αποσύνδεσης
Η αντανακλαστική εικόνα του μειωμένου μεριδίου απασχόλησης των εισηγμένων εταιρειών είναι η αύξηση των ιδίων κεφαλαίων.
Από το 2002, η καθαρή αξία ενεργητικού των μη εισηγμένων εταιρειών έχει αυξηθεί δύο φορές πιο γρήγορα από εκείνη των εισηγμένων, εκτιμά η McKinsey. Καθώς ο αριθμός των εισηγμένων μειώθηκε στο μισό τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ο ρόλος των μη εισηγμένων αυξήθηκε.
Τι θα πρέπει λοιπόν να περιμένουμε στο μέλλον; Ο θόρυβος γύρω από εταιρείες εξαγορών ειδικού σκοπού ή SPACs υποδηλώνει ότι για πολλές εταιρείες η γοητεία των χρηματιστηριακών αγορών θα συνεχίσει να υπάρχει.
Συνολικά, ωστόσο, καθώς οι άνθρωποι καταναλώνουν ολοένα και περισσότερη υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση και άλλες υπηρεσίες, η απασχόληση πιθανότατα θα συνεχίσει να μετατοπίζεται προς μη εισηγμένες εταιρείες.
Όλα τα παραπάνω θέτουν ένα ενδιαφέρον ερώτημα: Χρειαζόμαστε νέους δείκτες μέτρησης της δραστηριότητας των μη εισηγμένων εταιρειών; Καθώς το μερίδιο της απασχόλησης που αντιστοιχεί στις εισηγμένες συνεχίζει να μειώνεται, τα δεδομένα από τις δραστηριότητές τους μας λένε ολοένα και λιγότερα για την πορεία της ευρύτερης οικονομίας.
capital.gr