Η JP Morgan θα χρειαστεί πολύ λιγότερους χώρους για γραφεία τα επόμενα χρόνια, καθώς ένα μέρος από το προσωπικό της επενδυτικής τράπεζας, μετατοπίζεται μόνιμα σε τηλεργασία μερικής απασχόλησης.
Η τράπεζα αναμένεται να χρειαστεί μόλις 60 θέσεις ανά 100 άτομα, σύμφωνα με έγγραφο του διευθύνοντα συμβούλου Τζέιμι Ντίμον, στην ετήσια επιστολή του μετόχου.
Προειδοποίησε επίσης ότι η τράπεζα είναι πιθανό να μεταφέρει άτομα από το Λονδίνο και στην Ευρώπη λόγω του Brexit.
Ο αριθμός των μετακινήσεων από το Ηνωμένο Βασίλειο εξαρτάται από τα ακόμη ανεπίλυτα ερωτήματα σε αυτές τις συζητήσεις, σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, σύμφωνα με τον ίδιο.
Στην επιστολή, προειδοποίησε ότι η διάσπαση από την Ευρώπη θα πλήξει τις οικονομικές προοπτικές του Ηνωμένου Βασιλείου τα επόμενα χρόνια.
«Το Brexit ολοκληρώθηκε, αλλά πολλά ζητήματα πρέπει ακόμη να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Και σε αυτές τις διαπραγματεύσεις, η Ευρώπη είχε και θα συνεχίσει να έχει το πάνω χέρι», είπε.
«Για τα επόμενα χρόνια, αυτό δεν μπορεί πιθανώς να είναι θετικό για το ΑΕΠ του Ηνωμένου Βασιλείου».
Οι προοπτικές του για το Ηνωμένο Βασίλειο έρχονται σε αντίθεση με τις προβλέψεις του για τις ΗΠΑ, καθώς είπε ότι μια ανάπτυξη θα μπορούσε να διαρκέσει έως το 2023.
Προβλέπει ότι η ανάπτυξη στις ΗΠΑ θα προέλθει από τα σχέδια δαπανών της κυβέρνησης – τα οποία περιλαμβάνουν τρισεκατομμύρια δολάρια που προορίζονται για βοήθεια για ιούς έκτακτης ανάγκης – καθώς και για την «ευφορία», σχετικά με το τέλος της πανδημίας, με την υποστήριξη οικογενειών που έχουν αντιμετωπίσει οικονομικό πρόβλημα κατά τη διάρκεια των lockdowns.
Η επιστολή 66 σελίδων από τον επικεφαλής της μεγαλύτερης τράπεζας της Αμερικής κυμαινόταν ευρέως, αναφερόμενη σε θέματα από την υγειονομική περίθαλψη έως την επαγγελματική κατάρτιση.
Χρονικά, η επιστολή αυτή έρχεται καθώς ο Tζο Μπάιντεν προωθεί ένα σχέδιο δαπανών περίπου 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων που θα επεκτείνει τις επενδύσεις στην έρευνα για το κλίμα και την τεχνολογία και θα κατευθύνει δισεκατομμύρια για τη βελτίωση της υγειονομικής περίθαλψης και την αναβάθμιση των υποδομών της χώρας, συμπεριλαμβανομένου και του διαδικτύου.