Μόνο θετική δεν είναι η εικόνα που διατηρεί η Barclays για την επόμενη ημέρα που ξημερώνει στη Γηραιά Ήπειρο ως προς τους κανόνες δημοσιονομικής σταθερότητας, που για την ώρα παραμένουν στον «πάγο» λόγω πανδημίας. Η Ελλάδα όπως και οι υπόλοιπες χώρες του Νότου θα βρεθούν ξανά στη δύσκολη θέση φανερώνοντας πιθανώς το αγεφύρωτο ευρωπαϊκό χάσμα.
Όπως αναφέρει ο βρετανικός οίκος, η κρίση της πανδημίας κατέστησε παρωχημένους τους δημοσιονομικούς κανόνες. Η ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής τον Μάρτιο του 2020 έτους επέτρεψε ουσιαστικές σε όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στο να παρεκκλίνουν προσωρινά και σημαντικά από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) ακολουθώντας το δρόμο των επεκτατικών δημοσιονομικών πολιτικών για τον περιορισμό όσο το δυνατόν των αρνητικών συνεπειών της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα. Ακόμη και στη Γερμανία, όπου η δημοσιονομική πειθαρχία είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της οικονομικής της πολιτικής, η κυβέρνηση ανακοίνωσε έναν μίνι προϋπολογισμό 60 δισ. ευρώ για το 2021, αυξάνοντας το πρόσθετο χρέος που είχε προϋπολογιστεί για το τρέχον έτος σε επίπεδα ρεκόρ, ήτοι στα 240 δισ. ευρώ ή περίπου στο 7% του ΑΕΠ.
Έτσι, σύμφωνα με τη Barclays, αποτελεί πλέον μονόδρομο, η επέκταση της γενικής ρήτρας διαφυγής έως το 2022, τόσο διαδικαστικά όσο και πολιτικά, ενώ κάτι τέτοιο είναι πιθανό να ανακοινωθεί το Μάιο. Ωστόσο, ακόμη και αυτή η επιλογή αποτελεί μια προσωρινή λύση, καθώς τα επίπεδα χρέους και ελλειμμάτων των κρατών μελών μετά την πανδημία θα αποκαλύψει όλους τους περιορισμούς της δημοσιονομικής ευρωπαϊκή αρχιτεκτονικής της και θα απαιτήσουν μια πλήρη επανεξέταση του κανονιστικού πλαισίου. Πέραν αυτού, ορισμένες πτυχές των υφιστάμενων δημοσιονομικών κανόνων είναι ήδη προβληματικές όπως η πολυπλοκότητα, η έλλειψη κεντρικής δημοσιονομικής δυναμικής και η προκυκλικότητα και αυτές θα εξεταστούν ακόμη περισσότερο.
Στην Ελλάδα, όταν ενεργοποιηθούν και πάλι οι δημοσιονομικοί κανόνες το 2023 – 2024, θα απαιτηθεί η μεγαλύτερη σωρευτική προσαρμογή χρέους, (ενέργειες δηλαδή για μείωση του χρέους) που θα προσεγγίσει το 13%, ενώ ακολουθούν οι υπόλοιπες χώρες του Νότου, δηλαδή η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία.
Παράλληλα, σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες τα ελλείμματα θα παραμένουν υψηλότερα του 3% το 2022, με τη Ρουμανία την Ισπανία και τη Σλοβακία να ξεπερνούν με μεγάλη διαφορά τον «πήχη».