Νέοι παίκτες συνεχίζουν να εισέρχονται στην ελληνική αγορά γρήγορης παράδοσης προϊόντων σούπερ µάρκετ (quick commerce) εντείνοντας τον ανταγωνισµό σε έναν κλάδο που εκτοξεύθηκε την περίοδο της πανδηµίας λόγω των lockdowns, της στροφής του κόσµου σε online αγορές αλλά και των αδυναµιών που εµφάνισε το last mile delivery την περίοδο εκείνη (το τελευταίο τµήµα της διαδροµής του προϊόντος από την αποθήκη έως την παράδοση στον πελάτη). Την ίδια όµως στιγµή το λεγόµενο quick commerce δείχνει παγκοσµίως σαφή σηµάδια διόρθωσης και εξορθολογισµού, µε αρκετές τέτοιες εταιρείες που γεννήθηκαν τη διετία της πανδηµίας να περιορίζουν τα κόστη τους επιδιώκοντας να µπουν στον δρόµο της κερδοφορίας.
Τελευταίος παίκτης που εµφανίστηκε πρόσφατα στην ελληνική αγορά, έχοντας συγκεντρώσει 3 εκατ. ευρώ από Ελληνες και ξένους επενδυτές, είναι η εταιρεία Rabbit, η οποία υπόσχεται την αποστολή προϊόντων σε µόλις λίγα λεπτά, αναπτύσσοντας δικούς της αποθηκευτικούς χώρους (dark stores), δική της εφαρµογή παραγγελιών και δική της οµάδα διανοµέων. Το µοντέλο της «τρέχει» οµάδα Ελλήνων στελεχών που προέρχονται από τον κλάδο του λιανεµπορίου, ενώ ως ιδρυτής και CEO εµφανίζεται ο Λιβανέζος Malek Fatte, ο οποίος υπήρξε έως το 2020 country director της InstaShop, εταιρείας παράδοσης ειδών σούπερ µάρκετ που ιδρύθηκε από την Ιωάννα Αγγελιδάκη και τον Γιάννη Τσιώρη. Σύµφωνα µε πληροφορίες, η Rabbit ξεκίνησε τη δραστηριότητά της τον περασµένο Απρίλιο και αυτή τη στιγµή εξυπηρετεί το κέντρο της Αθήνας. Αφού καλύψει ολόκληρη την Αττική, προτίθεται να επεκτείνει τις υπηρεσίες της και σε άλλα αστικά κέντρα, ενώ στα πλάνα της είναι και η εξάπλωσή της σε περιφερειακό επίπεδο, ξεκινώντας από την Ανατολική Ευρώπη. Οπως αναφέρουν πληροφορίες από το dark store που διατηρεί στο κέντρο της Αθήνας, η εταιρεία εξυπηρετεί τις περιοχές από τη Νέα Σµύρνη έως το Κολωνάκι, ενώ τον Ιούνιο θα λειτουργούν άλλα τέσσερα καταστήµατα τα οποία θα εξυπηρετούν καταναλωτές από τα βόρεια έως τα νότια προάστια της Αττικής. Η εταιρεία µέσα από την εφαρµογή της δίνει τη δυνατότητα στους καταναλωτές να επιλέγουν πάνω από 2.000 προϊόντα σε τιµές αντίστοιχες µε αυτές των σούπερ µάρκετ.
Το συγκεκριµένο –κοστοβόρο– µοντέλο που απαιτεί µεγάλο όγκο κεφαλαίων (end-to-end) για τα logistics, την τεχνολογία αλλά και τη διανοµή αναπτύσσουν επίσης η efood market που διαθέτει 42 dark stores, η Wolt Market, αλλά και η pop market, ελληνική startup η οποία προσφάτως σήκωσε επιπλέον κεφάλαια και άνοιξε και έκτο αποθηκευτικό χώρο στο Περιστέρι. Παρά την είσοδο νέων παικτών στην ελληνική αγορά, αρκετοί παίκτες του εξωτερικού αποσύρονται από αγορές και προχωρούν σε απολύσεις, καθώς ο πληθωρισµός, η διαφαινόµενη ύφεση αλλά και η µειωµένη όρεξη των επενδυτών «έχουν επιπτώσεις σε εταιρείες τεχνολογίας που δαπανούσαν τεράστια κεφάλαια για να µεγαλώσουν και δεν είχαν κερδοφορία», επισηµαίνει υψηλόβαθµο στέλεχος εταιρείας του κλάδου. Ενδεικτικά, χθες η Gorillas µε έδρα το Βερολίνο ανακοίνωσε µαζικές απολύσεις 300 υπαλλήλων και δροµολόγησε την απόσυρσή της από τέσσερις αγορές (Ιταλία, Ισπανία, ∆ανία, Βέλγιο), στρέφοντας το ενδιαφέρον της, σύµφωνα µε τον CEO, από τη γρήγορη ανάπτυξη στην κερδοφορία. Η εταιρεία από τον περασµένο Οκτώβριο, οπότε σήκωσε 860 εκατ. ευρώ, έχει τριπλασιάσει το µέγεθός της, χωρίς ωστόσο να έχει κέρδη. Αλλες εταιρείες-ηγέτες στον κλάδο του quick commerce, όπως η Deliveroo, η Delivery Hero, η Doordash αλλά και η Just Eat, έχουν δει το τελευταίο διάστηµα τη µετοχή τους να µειώνεται έως και 60%70% σε σύγκριση µε πέρυσι και προβαίνουν σε αντίστοιχες κινήσεις για να εξορθολογίσουν τα κόστη και να στραφούν προς την κερδοφορία.
Πηγή: moneyreview.gr