Το κλείσιμο των spreads δανεισμού μεταξύ του ελληνικού Δημοσίου και των ελληνικών τραπεζών, έτσι ώστε οι ελληνικές τράπεζες να επιβαρύνονται με χαμηλότερο πιστωτικό ρίσκο σε σχέση π.χ. με τις ιταλικές, αποτελεί το στοίχημα της επόμενης μέρας προκειμένου η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τη χώρα να μεταφραστεί σε ουσιαστικό όφελος για την πραγματική οικονομία.
Τα credit spreads των ελληνικών τραπεζών έναντι του ελληνικού Δημοσίου βρίσκονται σήμερα στις 270 μονάδες βάσης περίπου, σε σχέση με τις 70 μονάδες βάσης που είναι η επιβάρυνση π.χ. για τη Unicredit έναντι του ιταλικού δημοσίου, και το κλείσιμο αυτής της ψαλίδας θα αποτελέσει και το κλειδί για την ουσιαστική μείωση του κόστους άντλησης χρήματος για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και συνακόλουθα για τις ελληνικές επιχειρήσεις, που σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤΤΕ δανείζονται σήμερα κοντά στο 6%.
Αυτό επισημαίνουν στην «Κ» τραπεζικά στελέχη σημειώνοντας ότι «ενώ η αγορά έχει ανατιμολογήσει σημαντικά το ρίσκο της χώρας, δεν φαίνεται να έχει ανατιμολογήσει δεόντως και το credit spread των ελληνικών τραπεζών έναντι του ελληνικού Δημοσίου». Η περαιτέρω μείωση, όπως σημειώνουν, φαίνεται ως λογικό επακόλουθο των πρόσφατων αναβαθμίσεων και το επόμενο στάδιο που είναι κομβικό είναι η χώρα να ανέβει άλλη μία βαθμίδα τουλάχιστον από την S&P και τη Fitch, έτσι ώστε οι τράπεζες να γίνουν επίσης investment grade με βάση το προφίλ τους για την έκδοση χρέους. Να σημειωθεί ότι παρά τις πρόσφατες αναβαθμίσεις, οι ελληνικές τράπεζες δεν βρίσκονται ακόμη σε επενδυτική κατηγορία, καθώς η αναβάθμιση της Εθνικής και της Eurobank από τη Moody’s τον Σεπτέμβριο αφορούσε τις καταθέσεις και όχι την έκδοση χρέους. Ετσι η αξιολόγηση του πιστωτικού προφίλ τους εκκρεμεί και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αναμένεται έως τα τέλη του χρόνου ή το αργότερο στις αρχές του 2024.
Αυτή η προοπτική, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη αποκλιμάκωση των επιτοκίων που προεξοφλείται, θα επιτρέψει την ουσιαστική μείωση του κόστους δανεισμού των ελληνικών τραπεζών από τις αγορές για την έκδοση ομολόγων, γνωστών ως MREL, που εκτός από την ενίσχυση των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων στοχεύουν και στην άντληση ρευστότητας. Το κόστος αυτό διαμορφώθηκε με βάση τις τελευταίες εκδόσεις των Eurobank και Πειραιώς στο 5,87% και το 6,87% αντίστοιχα και η περαιτέρω αποκλιμάκωσή του θα μπορούσε να έχει ευεργετικά αποτελέσματα και στο κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων.
Προς το παρόν η συγκράτηση των spreads κυρίως στα επιχειρηματικά δάνεια αποδίδεται κατά κύριο λόγο στην περιορισμένη μετακύλιση των υψηλών επιτοκίων στις καταθέσεις των νοικοκυριών, μέσω των οποίων οι τράπεζες αντλούν φθηνή ρευστότητα.
Το μέσο επιτόκιο των προθεσμιακών καταθέσεων για τα νοικοκυριά διαμορφώθηκε τον Οκτώβριο στο 1,77% έναντι 3,28% στην Ευρωζώνη (το αντίστοιχο επιτόκιο για τις επιχειρήσεις διαμορφώθηκε στο 3,06% έναντι 3,69% στην Ευρωζώνη) και με δεδομένο ότι η κύρια πηγή ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών είναι οι φθηνές καταθέσεις, παρατηρείται και μείωση της ψαλίδας στο κόστος χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, παρά τη διατήρηση του euribor σε υψηλά επίπεδα, δηλαδή κοντά στο 4%. Το μέσο κόστος δανεισμού διαμορφώθηκε στην Ελλάδα τον Οκτώβριο στο 6,06%, συγκλίνοντας με αυτό της Ευρωζώνης που διαμορφώθηκε στο 5,26%.