Μία IPO (Initial Public Offering) σηματοδοτεί την πρώτη φορά που μία ιδιωτική εταιρία θέτει σε δημόσια κυκλοφορία μετοχές στο χρηματιστήριο. Όταν μία εταιρία εισάγεται στο χρηματιστήριο, προσφέρει μετοχές της επιχείρησης σε εξωτερικούς επενδυτές μέσω ενός αναγνωρισμένου χρηματιστηρίου, όπως αυτό της Νέας Υόρκης ή το Nasdaq. Οι επενδυτές μπορούν να αγοράσουν τις μετοχές και να γίνουν κατά ένα ποσοστό ιδιοκτήτες της εταιρίας.
Αν και η διαδικασία εξαγοράς μετοχών είναι αρκετά ξεκάθαρη, απαιτείται προσοχή σ’ ένα σημείο που είναι σχετικά παραπλανητικό: Υπάρχει διαφορά μεταξύ της τιμής προσφοράς μίας IPO και της τιμής που πληρώνει κανείς για την μετοχή. Η τιμή προσφοράς που ανακοινώνεται πριν από την IPO είναι μία καθορισμένη τιμή για έναν περιορισμένο αριθμό επενδυτών, συμπεριλαμβανομένων των υπαλλήλων της εταιρίας και επενδυτών που πληρούν κάποιες συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Προς δέλεαρ των επενδυτών, η τιμή της IPO είναι συνήθως χαμηλότερη από την τιμή που μπορεί να πιάσει η μετοχή στην ανοικτή αγορά. Η τιμή, λοιπόν, που μπορεί να πληρώσει κανείς για μία IPO την ημέρα έναρξής της, μπορεί να διαφέρει πολύ από την τιμή της αρχικής προσφοράς.
Για τους περισσότερους επενδυτές, επένδυση σε μία IPO σημαίνει εξαγορά της μετοχής μόλις αρχίσει να πωλείται στο χρηματιστήριο. Αυτό σημαίνει ότι η τιμή που πληρώνουν θα αντανακλά τη ζήτηση της μετοχής κατά την ημέρα έναρξής της και μπορεί να διαφέρει κατά πολύ από την τιμή προσφοράς. Όπως είναι λογικό, η υπερκινητικότητα που παρατηρείται την ημέρα έναρξης μίας IPO συμβάλλει στη αστάθεια της τιμής της και, κατά συνέπεια, ενισχύει κάθε επιχείρημα υπέρ μίας υπομονετικής προσέγγισης σε μία τέτοιου τύπου επένδυση.
Μία IPO μπορεί να κορυφωθεί τις πρώτες μέρες της προσφοράς και να πέσει εξίσου απότομα. Πάρτε για παράδειγμα την μητρική εταιρία της Snapchat, Snap, η οποία εισήχθη στο χρηματιστήριο τον Μάρτιο του 2017 με τιμή IPO στα $17: Την πρώτη ημέρα της προσφοράς αυξήθηκε κατά 40%, αλλά έκτοτε η τιμή της μετοχής μετά βίας αγγίζει την τιμή της IPO της.
Ποιοι είναι οι κίνδυνοι όταν επενδύουμε σε μία IPO;
Καμία επένδυση δεν είναι σίγουρη, και οι IPOs δεν αποτελούν εξαίρεση στον κανόνα. Μπορεί να δίνουν την εντύπωση μίας δελεαστικής ευκαιρίας για γρήγορο κέρδος, αλλά έχουν υπάρξει αρκετές επενδύσεις-φιάσκο όλα αυτά τα χρόνια. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η Pets.com που ρευστοποιήθηκε σε λιγότερο από έναν χρόνο μετά την IPO της, και η Groupon που δεν έχει δει ακόμα τη μετοχή της ούτε καν να πλησιάζει την τιμή έναρξής της.
Σύμφωνα με μία ανάλυση της UBS, από τις 7.000 εταιρίες που προχώρησαν σε IPO από το 1975 έως το 2011, περίπου το 60% είχε αρνητικές συνολικές επιστροφές 5 έτη μετά την εισαγωγή τους στο χρηματιστήριο.
Για να περιορίσετε το ρίσκο μίας επένδυσης σε IPO, εφαρμόστε τις παρακάτω τακτικές:
Κάντε μία έρευνα αγοράς. Ξεκινήστε διαβάζοντας την ετήσια αναφορά της εταιρίας, αλλά μην περιοριστείτε σε αυτήν. Κάντε τη δική σας έρευνα σε ό,τι αφορά την αγορά, τους ανταγωνιστές της εταιρίας και τις γενικές συνθήκες στο χρηματιστήριο πριν να επενδύσετε σε οποιαδήποτε εταιρία.
Κινηθείτε με προσοχή. Αντί να αγοράσετε πολλές μετοχές μαζί, προτιμήστε να αγοράζετε λίγες ανά τακτά διαστήματα, ώστε να αποφύγετε την εξαγορά τους στη μέγιστη τιμή και ταυτόχρονα να παρακολουθείτε τις διακυμάνσεις της μετοχής. Να θυμάστε ότι δεν χρειάζεται να είστε από τους πρώτους αγοραστές: Η ιστορία έχει αποδείξει ότι μετοχές όπως της Apple, της Amazon και της Google, έχουν αποφέρει μεγάλα κέρδη σε επενδυτές που αγόρασαν χρόνια μετά τις IPOs αυτών των εταιριών.
Διατηρήστε ισορροπία στο portfolio σας. Για να μειώσετε το συνολικό ρίσκο σας, ο εμπειρικός κανόνας είναι να μην αφήνετε το ποσοστό κυριότητάς σας σε ατομικές μετοχές να ξεπερνά το 5%-10% του συνολικού portfolio σας.