Σαφή ένδειξη της βελτίωσης της κερδοφορίας τους συνιστά η επίτευξη από τις τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες διψήφιου δείκτη απόδοσης ιδίων κεφαλαίων το γ’ τρίμηνο του 2022, επίδοση που μάλιστα αποτελεί την δεύτερη καλύτερη μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών στην ευρωζώνη. Αυτό προκύπτει από τα συγκριτικά στοιχεία που δημοσίευσε ο SSM για το σύνολο των 111 ευρωπαϊκών τραπεζών που εποπτεύει, που δείχνει βελτίωση του δείκτη απόδοσης ιδίων κεφαλαίων (ROE) των ελληνικών τραπεζών στο 15,38% (έναντι 7,55% κατά μέσο όρο στην ευρωζώνη).
Εκτός από την επιστροφή στην κερδοφορία με κέρδη 2,8 δισ. ευρώ το γ’ τρίμηνο του 2022 έναντι ζημιών 4,6 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα το 2021, στις καλές επιδόσεις των ελληνικών τραπεζών καταγράφεται επίσης η πλεονάζουσα ρευστότητα λόγω των υψηλών καταθέσεων και η ικανοποιητική κεφαλαιακή επάρκεια, σε αντίθεση με τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων που παραμένει ο υψηλότερος μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών, παρά την σημαντική μείωση που έχει επιτευχθεί.
Η κερδοφορία βασίστηκε κατά κύριο λόγο στα επιτοκιακά έσοδα, που συνεισέφεραν το 52% των οργανικών εσόδων, ποσοστό που είναι μειωμένο σε σχέση με ένα χρόνο πριν, αλλά είναι ποιοτικά βελτιωμένο, καθώς στηρίζεται στο υγιές χαρτοφυλάκιο δανείων και όχι σε «ωραιοποιημένα» έσοδα, δηλαδή σε λογιστικά έσοδα από το κόκκινο χαρτοφυλάκιο. Κατά 16,3% συνεισέφεραν στα οργανικά έσοδα των τεσσάρων συστημικών τραπεζών τα έσοδα από προμήθειες, ποσοστό που αποτελεί το χαμηλότερο στην ευρωζώνη, οι τράπεζες της οποίας αντλούν το 31,8% των οργανικών τους εσόδων από προμήθειες. Σημαντική πηγή εσόδων αποτέλεσαν για τις ελληνικές τράπεζες το γ’ τρίμηνο του 2022 τα χρηματοοικονομικά έσοδα που συνεισέφεραν το 19,6% των οργανικών τους εσόδων έναντι ζημιών που κατέγραψαν το ίδιο διάστημα οι ευρωπαϊκές τράπεζες.
Σημαντική ήταν το ίδιο διάστημα και η βελτίωση που πέτυχαν οι ελληνικές τράπεζες στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, περιορίζοντας το στοκ στα 10 δισ. ευρώ περίπου αλλά και τον αντίστοιχο δείκτη στο 6,82%. Εντούτοις ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει υψηλός και αποτελεί την δεύτερη χειρότερη επίδοση μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης μετά την Κύπρο, η οποία παρά την σημαντική πρόοδο τα τελευταία χρόνια, διαθέτει τον υψηλότερο δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων – 7,5% – που αντιστοιχεί σε απόθεμα 1,3 δισ. ευρώ. Η Ιταλία που αποτελούσε επίσης ένα αρνητικό παράδειγμα έχει μειώσει τον αντίστοιχο δείκτη στο 3,15%, αλλά το απόθεμα των κόκκινων δανείων ανέρχεται σε 51,15 δισ. ευρώ ενώ μεσοσταθμικά το αντίστοιχο ποσοστό στις τράπεζες της ευρωζώνης διαμορφώθηκε στο 2,29% και το στοκ των κόκκινων δανείων σε 348,3 δισ. ευρώ.
Ικανοποιητική – αν και όχι η πιο εύρωστη – είναι και η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών με τον συνολικό δείκτη (CAD) να διαμορφώνεται στο 16,48% έναντι 18,68% στην ευρωζώνη και τον βασικό δείκτη ιδίων κεφαλαίων (CET 1) στο 13,74% έναντι 14,74% στην ευρωζώνη. Με διαφορά τέλος οι τέσσερις συστημικές τράπεζες διακρίνονται από τους ευρωπαίους ανταγωνιστές τους σε όρους αποτελεσματικότητας με βάση τον δείκτη κόστος προς εισόδημα (cost to income) που διαμορφώθηκε στο τέλος του γ΄ τριμήνου στο 36,9% και αποτελεί την καλύτερη επίδοση στην ευρωζώνη, ο μέσος όρος της οποίας διαθέτει δείκτη κόστους προς έσοδα 61,4%.
Πηγή: moneyreview.gr